Από την 21η Απρίλη του 1967 πέρασε κιόλας
μισός αιώνας. Πενήντα χρόνια και η λογική λέει ότι οι νοσταλγοί αυτής της μαύρης
περιόδου θα λιγόστευαν. Αντ΄αυτού, ακόμα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αναπολούν
τη χούντα των συνταγματαρχών και τη συγκρίνουν με την τωρινή κατάσταση της χώρας.
Οι φράσεις ‘μια χούντα χρειαζόμαστε’ ή ‘στη χούντα περνάγαμε καλύτερα’ ακούγονται
από αρκετά χείλη, ακόμα και από δημοκρατικούς ανθρώπους, οι οποίοι τότε έδωσαν τον
δικό τους αγώνα. ‘Με τη χούντα κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοιχτές’ λένε οι
πάσης φύσεως νοσταλγοί. Με τις πόρτες ανοιχτές και με τα στόματα ερμητικά
κλειστά και φιμωμένα… 'Στη χούντα αν δεν μιλούσες και κοιτούσες τη δουλειά σου, περνούσες καλά
και δεν σε πείραζε κανένας'. Σωστά, η χούντα ήθελε παντελώς άβουλους ανθρώπους,
ατομιστές ώστε να μην δημιουργηθούν συλλογικότητες και κυριαρχήσει η
αλληλεγγύη. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ξενοδόχο…
Η δημοκρατία δεν είναι το τέλειο πολίτευμα, δεν υπάρχει εξάλλου πουθενά
στη ζωή η τελειότητα. Η χούντα φρόντισε με τις πράξεις της να μας διδάξει ότι δεν
φταίει για όλα η δημοκρατία. Οι συνταγματάρχες υποτίθεται ότι ήρθαν για να θεραπεύσουν
τις πολιτικές παθογένειες της εποχής και με τη δύναμη των όπλων έθεσαν εκτός πλαισίου
τον κομματικό ανταγωνισμό. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα όχι μόνο δε λύθηκαν αλλά
οξύνθηκαν.
Πόσοι είναι άραγε αυτοί που αναπολούν ακόμα τα
έργα της ΜΟΜΑ; Πάρα πολλοί. Αυτοί οι ίδιοι όμως αρνούνται να πιστέψουν ότι τα
περισσότερα από αυτά τα έργα έγιναν για να μπορεί η χούντα να έχει αυτιά και
μάτια ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο χωριό.
Επίσης, κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει ο μύθος
ότι η χούντα δεν άφησε χρέος. Το δημόσιο χρέος από 32
δισ. δραχμές που ήταν το 1966 εκτινάχτηκε στα 87,5 δισεκατομμύρια δραχμές τον
Ιανουάριο του 1973 ενώ το 1974 απογειώθηκε στα 114 δισ. δραχμές. Σε
έξι χρόνια οι χουντικοί ανέβασαν το χρέος 1,5 φορά απ’ όσο είχε αυξηθεί σε περίοδο
145 χρόνων… Η χούντα φρόντιζε να δίνει πάσης φύσεως προνόμια στα ντόπια και τα ξένα
συμφέροντα και από την
άλλη ξετίναξε όλους τους οικονομικούς
δείκτες, αποσάθρωσε την εγχώρια παραγωγή, και η πλασματική «ανάπτυξη» που έφερε
βασίστηκε σε αθρόες εισαγωγές, επιμήκυνση πιστώσεων και τεχνητή κυκλοφορία
χρήματος, που προέκυπτε από αναγκαστικό δανεισμό κι άλλες τέτοιες υψηλού
επιπέδου δημοσιονομικές αλχημείες.
Η χούντα πίστευε ότι με την πολιτική της θα μπορούσε να διχάσει τους Έλληνες ώστε να μακροημερεύσει. Τελικά αυτό που πέτυχε είναι να τους φέρει πιο κοντά και να τους δώσει δύναμη ώστε να ενωθούν για την ανατροπή της. Πολλοί θα πουν ότι οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης ήταν αυτές που πρόδωσαν τον ελληνικό λαό και όχι η χούντα. Η γενικότερη αποτυχία των κυβερνήσεων αυτών έχει ‘αναγκάσει’ πολλούς να μνημονεύουν και να αναπολούν τη χούντα. Παρόλα αυτά, όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, όταν υπήρχε ανάπτυξη, εργασία, υψηλές αποδοχές και ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, κανείς δε μιλούσε. Ο κόσμος άλλωστε πάντα πιστεύει ότι αξίζει τα πάντα. Προσπαθεί δεν προσπαθεί, αξίζει πάντα τα καλύτερα γιατί…έτσι. Όταν τα παιδιά των νοσταλγών της χούντας διορίζονταν από τις ‘προδοτικές’ κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, τότε ήταν όλα καλά. Όταν οι ίδιοι κέρδιζαν στο χρηματιστήριο ήταν όλα ανθηρά. Όταν μετά από χρόνια φούσκας, σπατάλης και δανεικών μας ήρθε ο λογαριασμός, τότε είναι που αναπολούμε τη χούντα και κατακεραυνώνουμε τη δημοκρατία. Ανάληψη ευθύνης καμία και πάντα φταίνε οι άλλοι… Πολύ βολικό…
Η μνήμη των ανθρώπων είναι τις περισσότερες φορές
αρκετά κοντή και κυρίως επιλεκτική. Όλοι
αυτοί που αναπολούν τη χούντα ξεχνούν τις κραυγές των ανθρώπων από τα βασανιστήρια
της ΕΑΤ – ΕΣΑ, λησμονούν την προδοσία της Κύπρου και την τρομοκρατία που επέδειξε
η χούντα για να καταλάβει την εξουσία. Η ουσία είναι ότι όσο και να ‘ξεχάσουν’
αυτοί και εμείς, όσο και αν προσπαθούν κάποιοι να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου
και να ξεπλύνουν τα γεγονότα της χούντας, η ιστορία έχει γράψει με κατάμαυρες
σελίδες εκείνη την επταετία και ευθύνη όλων μας είναι να μην υπάρξει ποτέ ξανά.