Κυριακή 24 Απριλίου 2011

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Δεν συνηθίζουμε σ’ αυτή τη στήλη να ασχολούμαστε και δεύτερη συνεχόμενη φορά με το ίδιο θέμα, όμως η κρισιμότητα και το ειδικό βάρος που έχει πιθανή αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, δε μας αφήνει περιθώρια για την ανάλυση άλλου πολιτικού ζητήματος. Τη βδομάδα που μας πέρασε, η ελληνική οικονομία πέρασε το δικό της Γολγοθά, καθώς η δημόσια συζήτηση για την αναδιάρθρωση, αύξησε σε δυσθεώρητα ύψη τα spreads. Η κυβέρνηση συνεχίζει να διαψεύδει την πιθανότητα, όμως τα δεδομένα δεν είναι με το μέρος της. Τα χρήματα που απαιτούνται για την πληρωμή των δανειακών μας υποχρεώσεων είναι πολλά και φαντάζει ανέφικτο να μαζευτούν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Εκτός αυτού, η Τρόικα φαίνεται πως ετοιμάζεται να δείξει κίτρινες κάρτες σε πολλούς υπουργούς για το (μη) έργο τους και ακόμα και η επόμενη δόση του δανείου βρίσκεται στον αέρα.
Οι εταίροι μας δεν είναι ικανοποιημένοι το τελευταίο διάστημα με τις επιδόσεις της κυβέρνησης, γι’ αυτό το λόγο προτού συζητήσουν μια πιθανή αναδιάρθρωση, αναφέρουν ότι η Ελλάδα πρέπει πρωτίστως να εκπληρώσει τους στόχους του μνημονίου. Αυτό είναι λογικό διότι αν η χώρα μας δεν καταφέρει να τονώσει την ανάπτυξη και να παράξει πρωτογενές πλεόνασμα, οποιαδήποτε συζήτηση ή απόφαση για τη μείωση του χρέους, απλώς θα κρύψει για λίγο τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Τακτική η οποία ακολουθείται εδώ και πολλά χρόνια και μας οδήγησε στην οδυνηρή κατάσταση που βρισκόμαστε. Αν η Ελλάδα πάρει μακροπρόθεσμα μέτρα, τότε θα μπορεί να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση χρέους έχοντας την έξωθεν καλή μαρτυρία. Στο κείμενο συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου αναφέρεται μάλιστα ότι «αν βάσει της ανάλυσης βιωσιμότητας, συνάγεται ότι ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής δεν μπορεί ρεαλιστικά να επαναφέρει το δημόσιο χρέος σε μια βιώσιμη πορεία, υποχρεούται να προσέλθει καλόπιστα σε ενεργές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές του για να εξασφαλίσει την άμεση συμμετοχή τους στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους». Με λίγα λόγια, αυτή είναι η λεγόμενη «φιλική αναδιάρθρωση», κατά την οποία το κράτος-μέλος διαβουλεύεται με τους δανειστές σχετικά με το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, με σκοπό τη διαπραγμάτευση κατάλληλων λύσεων, απαιτεί διαπραγμάτευση με τους πιστωτές δηλαδή και με εγγύηση του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ κι όχι τη μονομερή απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι επιπτώσεις από την πιθανή αναδιάρθρωση διαφέρουν ανάλογα με τη μορφή που θα έχει. Την περασμένη βδομάδα αναλύσαμε δυο μορφές. Εκτός από την επιμήκυνση του χρέους, συζητείται, ακόμα και από κυβερνητικά στελέχη, το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων. Ενδεχόμενο «κούρεμα» θα είναι καταστροφικό. Ενδεικτικά, τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν στην κατοχή τους κρατικά ομόλογα ύψους περίπου 27 δισ. ευρώ. «Κούρεμα» π.χ. κατά 40% σημαίνει απώλειες περίπου 9,5 δισ. ευρώ και τεράστια προβλήματα στην καταβολή συντάξεων. Ακόμα, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν κρατικά ομόλογα ύψους περίπου 45 δισ. ευρώ. Ανάλογο κούρεμα 40% θα σημάνει απώλεια περίπου 18 δισ. Και στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεπουληθούν σε πολύ χαμηλή τιμή σε ισχυρούς ξένους ομίλους.
Η πιθανότητα αναδιάρθρωσης δεν θα πρέπει να δαιμονοποιείται, ούτε όμως να θεωρείται η λύση όλων των προβλημάτων. Πολλές χώρες έχουν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους. Το ελληνικό χρέος έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με το χρέος χωρών όπως η Αργεντινή (2001-05), ο Ισημερινός (2000) και η Ουρουγουάη (2003). Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι κάτοχοι του χρέους είναι ομολογιούχοι. Ακόμα, το 90% των ομολόγων της χώρας μας έχουν εκδοθεί με βάση τον ελληνικό νόμο που σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τον νόμο για να επιλύσει διαδικαστικά θέματα που μπορούν να προκύψουν στην πορεία. Υπάρχουν όμως και αρνητικά που μπορούν θα προκύψουν σε πιθανή αναδιάρθρωση. Το μεγαλύτερο απ’ όλα είναι ότι μεγάλο μέρος των ομολόγων (περίπου 30%) βρίσκεται στα χέρια ελληνικών θεσμικών επενδυτών (τράπεζες,ασφαλιστικά ταμεία,αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.) και μια επικείμενη αναδιάρθρωση θα προκαλέσει σημαντικές απώλειες στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέλος, το ελληνικό χρέος είναι σε ευρώ, που σημαίνει ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, σε πιθανή αναδιάρθρωση χώρας-μέλους της ευρωζώνης θα πληγεί. Πολλά μπορεί να πει κανείς για την αναδιάρθρωση. Πολλοί τάσσονται υπέρ της και άλλοι κατά της. Αυτό που προέχει όμως είναι να γίνει αναδιάρθρωση πολιτικής από την κυβέρνηση. Να λάβει μέτρα ικανά να καταστήσουν την οικονομία μας ανταγωνιστική και σε βάθος χρόνου πλεονασματική.

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Μετά τη λήξη της πρόσφατης απεργίας των δημοσιογράφων, έχουν ενταθεί οι φήμες και οι συζητήσεις στα ΜΜΕ, και όχι μόνο, σχετικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όπως κάθε κρίσιμη πολιτική απόφαση ή πρόταση, έτσι και η παραπάνω έχει τους πολέμιούς της και τους υποστηρικτές της. Στους πολέμιους συγκαταλέγονται ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Οικονομικών, καθώς και η πλειονότητα των κυβερνητικών στελεχών. Στους κόλπους της κυβέρνησης όμως, υπάρχουν και υποστηρικτές της αναδιάρθρωσης, με κύριο εκφραστή τη Βάσω Παπανδρέου. Η πιθανότητα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους έχει προκαλέσει ντόμινο συζητήσεων και διαξιφισμών στην Ε.Ε. Τη λέξη “αναδιάρθρωση”, εκτός από τις τελευταίες μέρες, την ακούμε εδώ και καιρό. Την ακούμε από τα ελληνικά κόμματα, από οικονομικούς παράγοντες του εσωτερικού και του εξωτερικού, από τους οίκους αξιολόγησης και τους ευρωπαίους αξιωματούχους. Ο διεθνής τύπος απαιτεί την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ενώ η γερμανική κυβέρνηση αναφέρει ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει μέχρι το 2013, όταν και θα τεθεί σε ισχύ ο μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης.
Η αναδιάρθρωση χρέους αποτελεί μία μορφή χρεοκοπίας, μόνο που συμβαίνει κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των εταίρων. Είναι το ‘κούρεμα’ των ομολόγων όπως το ονομάζουν και οι οικονομολόγοι. Στην περίπτωση που μια χώρα αποφασίσει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους της, τότε ενημερώνει τους δανειστές της ότι σταματά να πληρώνει τις δόσεις της, ενώ αντί να αποπληρώσει το σύνολο των δανείων της, θα πληρώσει, π.χ., μόνο το 70%. Επίσης, η αναδιάρθρωση έχει να κάνει και με την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους καθώς και με τη μείωση του επιτοκίου. Όπως καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, πρόσφατα η χώρα μας προχώρησε σε μια μίνι αναδιάρθρωση χρέους, όταν στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης αποφασίστηκε η παράταση του χρόνου αποπληρωμής καθώς και η μείωση του επιτοκίου. Αν μια χώρα της Ευρωζώνης προχωρήσει σε αναδιάρθρωση, δύναται να επιστρέψει στο παλιό εθνικό της νόμισμα, γεγονός το οποίο θα επιφέρει σωρεία κερδοσκοπικών επιθέσεων ενώ ταυτόχρονα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και η αξία του χρήματος δεν θα είναι όπως παλιά. Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, όταν μια χώρα οικειοθελώς ζητά αναδιάρθρωση χρέους. Αν κρίνουμε από τα λεγόμενα της κυβέρνησης, αυτό αποκλείεται να ζητηθεί. Άρα, μεγαλύτερη αξία έχει να δούμε τι μπορεί να συμβεί όταν οι δανειστές υποχρεώνουν μια χώρα να πραγματοποιήσει αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους.
Αν συμβεί το παραπάνω σενάριο για μια χώρα της ευρωζώνης, και δη για την Ελλάδα, η παραμονή στο ευρώ πρέπει να θεωρείται δεδομένη γιατί πολύ απλά κανείς δανειστής δεν θέλει να χάσει τα λεφτά του και επιπλέον η αποχώρηση μιας χώρας από το ευρώ θα έφερνε αλυσιδωτές οικονομικές εξελίξεις. Στην περίπτωση της χώρας μας, οι ευρωπαίοι εταίροι αποκλείουν την άμεση αναδιάρθρωση χρέους. Για το μέλλον όμως δεν αναφέρουν κάτι, και αυτό διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι από το 2013, όταν και θα ισχύσει ο μόνιμος μηχανισμός σωτηρίας, οποιαδήποτε χώρα επιθυμεί να ενταχθεί στο μηχανισμό, θα πρέπει να έχει προχωρήσει σε αναδιάρθρωση χρέους. Με λίγα λόγια, η αναδιάρθρωση χρέους φαντάζει κάτι παραπάνω από πιθανή σε δυο χρόνια. Αυτό εκτός από τους ευρωπαίους εταίρους το γνωρίζουν και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης. Ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα χάσουν μέρος των χρημάτων τους και για τον λόγο αυτό εντείνονται συνεχώς οι υποβαθμίσεις προβληματικών εθνικών οικονομιών και οι κερδοσκοπικές επιθέσεις. Το ξέρουν επίσης και οι Γερμανοί οι οποίοι φιλοδοξούν να μετατρέψουν τις προβληματικές χώρες σε σύγχρονες αποικίες τους. Όλα τα δεδομένα είναι εναντίον της χώρας μας και τα δύσκολα όπως φαίνεται δεν έχουν έρθει ακόμα

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Η’ ΕΚΛΟΓΕΣ

Ο σάλος που προκλήθηκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ από το νομοσχέδιο για τα τυχερά παιχνίδια, είναι ενδεικτικός της κατάστασης που επικρατεί στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του κόμματος. Οι βουλευτές, και ακόμα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ βλέπουν με καχυποψία την ασκούμενη οικονομική πολιτική και φροντίζουν να το δείχνουν σε κάθε ευκαιρία. Το παραπάνω γεγονός ενίσχυσε τη φημολογία για σημαντικές πολιτικές εξελίξεις εντός του μήνα. Όλα τα σενάρια αυτά πηγάζουν από την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Με τη στάση τους απέναντι στο νομοσχέδιο, οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος δείχνουν ότι τα δύσκολα τώρα έρχονται για την κυβέρνηση, και ιδίως για τον κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος δεν έχει και τις περισσότερες συμπάθειες εντός ΠΑΣΟΚ. Η κατάσταση στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ μέρα με τη μέρα οξύνεται. Από την άλλη, η κυβέρνηση φαίνεται πως πολιτικά είναι μόνη της. Η ΝΔ διά στόματος κ. Σαμαρά λέει συνεχώς ότι δεν πρόκειται να συναινέσει με την κυβέρνηση σε κανένα επίπεδο, τα κόμματα της Αριστεράς είναι μονίμως στα κεραμίδια και καταδικάζουν κάθε κυβερνητική πράξη και πρόταση. Από την άλλη, το κόμμα του κ. Καρατζαφέρη διαφωνεί με την ασκούμενη πολιτική και ζήτησε ξεκάθαρα πρόωρες εκλογές. Διάθεση συνεργασίας με την κυβέρνηση δείχνουν να έχουν η Δημοκρατική Αριστερά και η Δημοκρατική Συμμαχία, όμως αυτό ουσιαστικά θα καθοριστεί σε μια πιθανή είσοδό τους μελλοντικά στη Βουλή. Με όλα τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς ότι η κυβέρνηση αφενός δεν βρίσκει στήριγμα εντός Κοινοβουλίου, αφετέρου πληγώνεται και εσωτερικά, καθώς πολλοί κυβερνητικοί βουλευτές και στελέχη του κόμματος έχουν οξύνει την κριτική τους απέναντι στο υπουργικό συμβούλιο. Εκτός του κάδρου της «εσωκομματικής αντιπολίτευσης» παραμένει ο Πρωθυπουργός και αυτός είναι ο σοβαρότερος λόγος που δεν έχουν προκηρυχθεί ακόμα πρόωρες εκλογές.
Πιο σοβαρό όμως από όλα τα παραπάνω είναι η απαισιοδοξία των πολιτών. Και δεν μιλάμε μόνο για οικονομική απαισιοδοξία, αλλά κυρίως πολιτική. Νιώθουν οι πολίτες ότι δεν υπάρχει προοπτική για τη χώρα και τις ζωές τους και πως όλες οι θυσίες που υπομένουν δεν θα αποφέρουν κανένα αποτέλεσμα. Η παγωμάρα στην αγορά όλο και μεγαλώνει ενώ καθημερινές είναι οι συζητήσεις και οι ανησυχίες σχετικά με το μέγεθος του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη ραγδαία άνοδο του κόστους της καθημερινότητας, η αβεβαιότητα δικαιολογημένα μετατρέπεται σε μελαγχολία. Η απογοήτευση των πολιτών από τους πολιτικούς και τα κόμματα ρίχνει περισσότερο λάδι στη φωτιά της απαισιοδοξίας για την επόμενη μέρα. Όλα αυτά αφήνουν ανοιχτά αρκετά ενδεχόμενα: Το πρώτο και κυριότερο που κουβεντιάζεται και σε κυβερνητικές συσκέψεις είναι οι πρόωρες εκλογές. Αν και όποτε αυτές γίνουν, με τα έως τώρα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, δύσκολα θα προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Και τη στιγμή που κανένας δεν θέλει να συνεργαστεί με κανέναν, με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον, η προοπτική της ακυβερνησίας είναι κάτι παραπάνω από ορατή. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να μη γίνουν εκλογές και να προσπαθήσει η κυβέρνηση να τα βγάλει πέρα μόνη της εξαντλώντας την κυβερνητική της θητεία. Αν και το σενάριο αυτό λίγους μήνες πριν φάνταζε αδιαφιλονίκητο, πλέον δεν είναι καθόλου αυτονόητο και απαιτεί μια σειρά διορθωτικών κινήσεων, οι οποίες θα πρέπει να φτάσουν σε βάθος και όχι να περιοριστούν απλώς σε αλλαγές προσώπων.
Η κυβέρνηση έχει πολλές αρρυθμίες το τελευταίο διάστημα και μαζί με την απαισιοδοξία των πολιτών, κάθε δυναμική μεταρρυθμίσεων δείχνει να έχει ξεθωριάσει. Ο κόσμος δεν πιστεύει τίποτα, έχει βαρεθεί τα πολλά λόγια και περιμένει πράξεις, άγνωστο ακόμα για πόσο. Η κοινή γνώμη είναι δικαιολογημένα ανήσυχη και η αγορά παγωμένη. Εξαρχής η κυβέρνηση γνώριζε για την καμένη γη που παραλάμβανε, όμως άφησε πολύτιμο χρόνο να χαθεί. Ενώ ήξερε τι θα αντιμετωπίσει, φάνηκε να πελαγοδρομεί μπροστά στην οικονομική ύφεση. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Να επιλέξει τους πιο ικανούς, να αλλάξει μίγμα πολιτικής και να κάνει πράξη την ανάπτυξη. Αν δεν γίνουν αυτά, η κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει και αυτό θα φέρει ακυβερνησία και αναταραχή. Άρα λοιπόν δυο είναι οι επιλογές που έχει μπροστά του ο Πρωθυπουργός: αποτελεσματική κυβερνητική πολιτική ή προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε, όπως έλεγε και προεκλογικά.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Τα πάνω κάτω στο χώρο της εκπαίδευσης φέρνει το σχέδιο για το Νέο Λύκειο που προωθεί το υπουργείο Παιδείας. Το βασικό του συστατικό είναι η δημιουργία νέου τύπου δεσμών με εξειδικευμένη ύλη, την ώρα που τον πρώτο λόγο για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα έχουν πλέον οι σχολές, οι οποίες στο εξής θα επιλέγουν την εξεταστέα ύλη και θα επιλέγονται από τον μαθητή και υποψήφιο φοιτητή συνολικά και όχι ανά τμήμα. Ο υποψήφιος δεν θα εισάγεται πλέον σε τμήμα, αλλά σε σχολή, η οποία θα έχει την ευθύνη για τα ανανεωμένα προγράμματα σπουδών που θα προσφέρει, και θα μπορεί να παρέχει εξειδικεύσεις σε συγγενή επιστημονικά πεδία Ακόμα, για πρώτη φορά καθιερώνεται ένα είδος πτυχιακής εργασίας για τους υποψηφίους, η βαθμολογία της οποίας, μαζί με τη βαθμολογία και των τριών τάξεων του Λυκείου, θα συνυπολογίζεται στις επιδόσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ. Στις βασικές αλλαγές περιλαμβάνεται επίσης η μείωση της διδακτέας ύλης, η καθιέρωση πιστοποιητικού γλωσσομάθειας, η εισαγωγή για πρώτη φορά μαθημάτων επιλογής όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο και ο χορός, αλλά και η παραμονή της Ιστορίας στον βασικό κορμό των μαθημάτων.
Αναμφίβολα, στα θετικά είναι ότι δεν θα υπάρχει προκαθορισμένη εξεταστέα ύλη ενώ ο θεσµός της ερευνητικής εργασίας θα έχει κοµβικό ρόλο στην αξιολόγηση του µαθητή. Θα δίνεται βάση στην έρευνα και όχι στη στείρα παπαγαλία, κάτι το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα μαθητών και καθηγητών. Οι μαθητές θα εκπονούν ερευνητικές εργασίες ακόµη και στην αγγλική γλώσσα, θα γίνεται προσομοίωση εξετάσεων και αξιολόγηση για το σύνολο της παρουσίας των μαθητών. Προβλέπεται και η εκπόνηση ομαδικών εργασιών, όμως αυτές δεν συνοδεύονται από την αναγκαία στήριξη σε υλικοτεχνική υποδομή (π.χ. βιβλιοθήκες, εργαστήρια, πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.λπ.) και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα και αυτό το μέτρο να ευνοεί κυρίως τα παιδιά των ευπορότερων οικογενειών, τα οποία είναι σίγουρο ότι θα έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης σε πηγές και πληροφορίες. Κατά την εισαγωγή των μαθητών στις σχολές, οι τελευταίες μετά το πέρας του πρώτου έτους σπουδών, θα κρίνουν σε ποιο τμήμα μπορεί να εισαχθεί ο φοιτητής. Παρά το γεγονός ότι και το Νέο Λύκειο συνδέεται με την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εντούτοις ο τρόπος εισαγωγής των αποφοίτων στα ΑΕΙ δεν έχει γίνει ακόμη γνωστός. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδύεται από τον επερχόμενο τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ και ΤΕΙ έχει να κάνει με τη διασφάλιση της αδιάβλητης αξιολόγησης των φοιτητών κατά την επιλογή τους στο πρώτο έτος σπουδών. Οι εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση θα παραμείνουν σε κεντρικό επίπεδο και τα ΑΕΙ θα έχουν ένα βαθμό συμμετοχής καθώς θα καθορίζουν το συντελεστή βαρύτητας στα εξεταζόμενα μαθήματα, που θα είναι πιθανότατα τέσσερα.
Σε πρώτη φάση, η κυοφορούμενη αλλαγή στην εκπαίδευση και η δημιουργία ενός Νέου Λυκείου, τελείως διαφορετικού από ότι ξέραμε ως σήμερα, έχει θετικά στοιχεία. Το σίγουρο όμως είναι ότι καμιά σοβαρή αλλαγή στην εκπαίδευση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αναγκαία αύξηση των δαπανών για την παιδεία και την ουσιαστική πολύπλευρη στήριξη των εκπαιδευτικών. Και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν όμως θυσιαστεί στην πολιτική του Μνημονίου και στην ανάγκη περικοπής των δαπανών. Όμως, η εκπαίδευση αποτελεί βασικό συστατικό για την ανάπτυξη, την καλλιέργεια και την απόκτηση επαγγελματικών δικαιωμάτων για κάθε πολίτη. Όλα αυτά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ποιότητα, τη δομή, τη διάρθρωση και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Για τον λόγο αυτό η παιδεία δεν πρέπει να θεωρείται εμπόρευμα. Αποτελεί δικαίωμα κάθε πολίτη και υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει την πρόσβαση σε όλους, χωρίς αποκλεισμούς, με κριτήριο την ισότητα και όχι το εισόδημα. Ένας μεγάλος κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η μετατροπή όλου του λυκείου σε ένα ανταγωνιστικό βαθμοθηρικό σχολείο, που παρά τις υπουργικές διακηρύξεις θα αυξήσει την παραπαιδεία. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα, ειδικά στις εποχές που ζούμε, είναι ένα μεγάλο έξοδο για τους συμπολίτες μας. Και εδώ έγκειται το συμπέρασμα ότι το ζητούμενο πρέπει να είναι η ισότητα στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά.

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;

  Ο Κασσελάκης λοιπόν επιβεβαίωσε τα προγνωστικά του πρώτου γύρου και είναι από χθες ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ειπωθεί πολλά τα οποί...