Στην Ελλάδα της κρίσης, χιλιάδες επιχειρήσεις έκλεισαν και
ακόμα περισσότερες βλέπουν τα λουκέτα να πλησιάζουν με γοργούς ρυθμούς. Μέσα στη γενικευμένη
μαυρίλα, υπήρξαν κάποιες επιχειρήσεις που τόλμησαν και μέσα από πολλές αντιξοότητες κατάφεραν να πετύχουν. Είναι ακόμα λιγότερες μάλιστα οι επιχειρήσεις οι οποίες καινοτόμησαν
και η φήμη τους πέρασε ακόμα και τα ελληνικά σύνορα. Μια τέτοια επιχείρηση
είναι αναμφίβολα η Taxibeat
(Beat πλέον
μετά την εξαγορά της από τον κολοσσό Daimler). Θα περίμενε κανείς η κυβέρνηση να διαφημίζει τέτοιες
εταιρίες, να τις επιβραβεύει και να ψάχνει τρόπο ώστε να ενθαρρύνει και άλλες να τολήμσουν. Αντ’ αυτού, το νέο νομοσχέδιο του κ. Σπίρτζη,
το οποίο μετατρέπει εταιρείες τύπου Beat από μεσιτικές εταιρίες διαμεσολάβησης
μετοφορών σε μεταφορικές εταιρίες, στοχεύει στην εξαφάνισή της.
Η κυβέρνηση με πρόσχημα την προώθηση νομικού πλαισίου για τη
λειτουργία των ταξί και τον περιορισμό της Uber, αντί να ανοίξει ακόμα περισσότερο το επάγγελμα, το κλείνει,
ακολουθώντας την πάγια πρακτική της εξυπηρέτησης συμφερόντων συγκεκριμένων
συντεχνιών. Κεντρικό πρόσωπο της συγκεκριμένης συντεχνίας δεν είναι άλλος από
τον Πρόεδρο της ΠΟΕΙΑΤΑ Θύμιο Λυμπερόπουλο. Ο άλλοτε γαλάζιος ‘Θύμιος’ βρήκε όπως
φαίνεται ‘σημεία επαφής’ με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και η κυβέρνηση από την
μεριά της στοχεύει στη στήριξή του όποτε χρειαστεί.
Δεν πρέπει όμως να μας προκαλεί την παραμικρή εντύπωση η
διάθεση της κυβέρνησης να στηρίξει μετά μανίας το παλιό σύστημα (το οποίο
γενικά κατηγορεί αλλά υπηρετεί πιστά). Η
κυβέρνηση αυτή που είναι κόντρα στην οποιαδήποτε αριστεία δεν υπήρχε περίπτωση
να ήταν υπέρμαχος καμίας καινοτόμου επιχείρησης. Η κυβέρνηση αγωνίζεται με όλες
της τις δυνάμεις για την Ελλάδα της οπισθοδρόμησης και όχι της προόδου. Η Beat από
την έναρξη των εργασιών της επένδυσε στη σχέση ποιότητας – τιμής. Οι
συνεργαζόμενοι οδηγοί ήταν (και είναι) επαγγελματίες σε όλα τους: καθαρά οχήματα,
ευγένεια, τυπικότητα, ακριβή ραντεβού, τίμιοι και χαμογελαστοί. Μετά το πέρας
κάθε διαδρομής, ο πελάτης μπορούσε να αξιολογήσει τις υπηρεσίες του οδηγού.
Αυτή η λέξη, η ‘αξιολόγηση, προκαλεί αλλεργία και τρόμο σε αυτή τη χώρα, εδώ και πολλά χρόνια. Η Beat είναι
τόσο πετυχημένη για αυτόν ακριβώς το λόγο: Ο πελάτης μπορούσε να απολαύσει υψηλού
επιπέδου υπηρεσίες και μέσω της αξιολόγησης η γνώμη του μετρούσε. Πόσες φορές
άραγε πιάσατε τον εαυτό σας να σκέφτεται γιατί να μην είναι έτσι τα
πράγματα και σε άλλες εταιρείες αλλά, κυριότερα, και στο ίδιο το Δημόσιο;
Η Beat εκτός από το καλό που έκανε στο επιβατικό κοινό, λειτούργησε
ευεργετικά και για τον ίδιο τον κλάδο: Αφενός ανέβασε κατακόρυφα το επίπεδο
(έτσι γίνεται όταν υπάρχει ανταγωνισμός), αφετέρου διόρθωσε το κακό όνομα που
είχε αποκτήσει – καθόλου τυχαίο – ο κλάδος. Δεν είναι πολύ μακρινές οι εποχές
κατά τις οποίες ο πελάτης δεν είχε άλλη επιλογή και ‘υποχρεωνόταν’ από τον
ταξιτζή σε διπλές και τριπλές κούρσες, στην εισπνοή καπνού, στο άκουσμα
σκυλάδικων από νωρίς το πρωί. Με λίγα λόγια, ενώ ο μέσος οδηγός ταξί παλαιότερα
είχε την κλασική νεοελληνική νοοτροπία του κάνω ότι γουστάρω αδιαφορώντας για τους
άλλους, με την Beat υποχρεώθηκε να βελτιωθεί ώστε να μπορέσει να επιβιώσει.
Το νέο
σκηνικό όμως φαίνεται πως ενόχλησε τις παραδοσιακές κάστες και τους κολλημένους
στην αρρωστημένη νοοτροπία του χθες. Οι κάστες αυτές βρήκαν και μια πολύ
πρόθυμη κυβέρνηση και δεν άργησε να έρθει αυτό το νομοσχέδιο. Στην Ελλάδα του
Θύμιου και των λοιπών νοσταλγών του χθες όλα θα έπρεπε να τα περιμένουμε. Εξάλλου,
ως χώρα παραδοσιακά παράγουμε πολύ περισσότερη γελοιότητα από όση μπορούμε να
καταναλώσουμε…