Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ 3η ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε την 3η του Σεπτέμβρη το 1974 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι στόχοι που έθεσε ο ιδρυτής και πατέρας του κόμματος ήταν: Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση, Δημοκρατική Διαδικασία για την εθνική αναγέννηση και για τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής και δημοκρατικής ομάδας. Στο Άρθρο 4 του πρώτου καταστατικού αναφέρεται ότι : ‘ Το ΠΑΣΟΚ είναι ένα μαζικό κίνημα των εργαζομένων, των μη προνομιούχων Ελλήνων και επιδιώκει να την Εθνική Ανεξαρτησία, τη Λαϊκή Κυριαρχία και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας με δημοκρατικές διαδικασίες’. Αυτοπροσδιορίζεται ως μια σοσιαλιστική ριζοσπαστική δύναμη και από την ιδρυτική Διακήρυξη απουσιάζει εντελώς ο όρος κόμμα , ο οποίος αντικαθίσταται με τον όρο κίνημα. Ένας επιπλέον στόχος του ΠΑΣΟΚ είναι η απαλλαγή της νέας Ελλάδας από τον έλεγχο ή τις παρεμβάσεις από το ιμπεριαλιστικό κατεστημένο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αλλά και από τα ντόπια μονοπώλια. Προτείνει την αυτοοργάνωση του λαού και τη δημιουργία μιας αντικαπιταλιστικής συμμαχίας των μη προνομιούχων τάξεων (εργάτες, αγρότες, σπουδαστές, μικροί έμποροι, βιοτέχνες και επαγγελματίες) ενάντια στα ξένα και ντόπια μονοπώλια. Οι πρώτοι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ ήταν οι πλατιές και σιωπηλές κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας μάζες της αριστεράς και της κεντροαριστεράς οι οποίες πλέον συνειδητοποιούσαν ότι το δημοκρατικό πολίτευμα και οι θεσμοί είχαν σταθεροποιηθεί και οι ίδιοι μπορούσαν με τη σειρά τους να απελευθερώσουν τις πολιτικές τους επιλογές και να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα χωρίς τα σκοτεινά προβλήματα του παρελθόντος. Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν στην ίδρυσή του ήταν ένα μαζικό κόμμα αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα αρχηγικό. Η ριζοσπαστική του ιδεολογία ήταν ισχυρή και η βάση του κοινωνικά ομοιογενής. Η κομματική πειθαρχία ήταν έντονη όπως και η αυστηρή ιεραρχία. Οι τοπικές οργανώσεις ήταν πολυάνθρωπες με την εγγραφή χιλιάδων ενεργών μελών και θύμιζε κομματικό στρατό. Ήταν ένα κόμμα με αριστερό λόγο, για άλλους αριστεριστικό, το οποίο προκειμένου να νομιμοποιηθεί στον χώρο της Αριστεράς (λόγω της μη ύπαρξης ιστορικής καταβολής όπως αναφέρθηκε παραπάνω) πλειοδοτούσε ως Αριστερά της Αριστεράς, αλλά και ως κόμμα εξουσίας που το ήθελε ο ηγέτης του έπρεπε να καταφέρει να αντλήσει ψηφοφόρους από την μεγάλη εκλογική δεξαμενή του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Σύμφωνα με τις επισημάνσεις που έγιναν πριν σχετικά με την επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ να κυριαρχήσει στο Κέντρο και στην Κεντροαριστερά παρατηρήθηκε μια αμφισημία στον πολιτικό του λόγο. Από την μια υπήρχε η επιτάχυνση της οικοδόμησης μιας μαζικής οργάνωσης με νεοαριστερή ριζοσπαστική συνείδηση και από την άλλη η επιτάχυνση της διαδικασίας πολιτικής-εκλογικής επαναπροσέγγισης του κεντρώου και κεντροαριστερού κόσμου. Αυτές οι δύο διαδικασίες επιτάχυνσης θα επηρεάσουν η μία την άλλη και θα είναι κύριο χαρακτηριστικό της ταυτότητας, της ιδεολογίας και της νοοτροπίας του ΠΑΣΟΚ και των μελών του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αμφισημίας είναι ότι ο αντιιμπεριαλιστικός – ανεξαρτησιακός ιδεολογικός λόγος του ΠΑΣΟΚ γίνεται όλο και περισσότερο εθνοκεντρικός-ανερξαρτησιακός πολιτικοεκλογικός. Το ΠΑΣΟΚ ήταν αδιάλλακτο απέναντι στην Τουρκία και το Κυπριακό και δεν ήθελε τους συμβιβασμούς. Το γεγονός αυτό φανερώνει μια συστηματική προσπάθεια προσέγγισης των ένοπλων δυνάμεων και των στρατιωτικών αξιωματικών, ώστε οι τελευταίοι ως σκληροί κρατικοί μηχανισμοί να αποδεχτούν σταδιακά το ΠΑΣΟΚ ως εν δυνάμει κόμμα εξουσίας. Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η υιοθέτηση ενός έντονα πολωτικού λόγου εναντίων της Νέας Δημοκρατίας. Ο αριστερός ριζοσπαστισμός που είχε το ΠΑΣΟΚ διοχετεύτηκε και βαθμιαία ταυτίστηκε με έναν πολωτικό λόγο αδιάλλακτης αντιπαράθεσης προς την πολιτική Δεξιά γεγονός που φανερώνει ότι το ΠΑΣΟΚ έβρισκε ιδεολογικά προβλήματα ως ‘Αριστερά της Αριστεράς’ και επεδίωκε να βρει διέξοδο ως Αντιδεξιά. Από τα παραπάνω φαίνεται μια αγεφύρωτη απόσταση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ μιας επαναστατικής ιδεολογίας η οποία γρήγορα υποτάχθηκε στις εκλογικές σκοπιμότητες που επέβαλλε ο στόχος της εδώ και τώρα κατάληψης της εξουσίας. Αυτό το χάσμα που είχε δημιουργηθεί στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε δομικό του πρόβλημα και όχι περιστασιακό διότι δεν προϋπήρχε στην Ελλάδα μια σοσιαλιστική κουλτούρα και παράδοση που θα παρείχε επαρκή συνοχή αντιλήψεων και ιδεολογικών παραστάσεων. Αποτέλεσμα αυτού του χάσματος ήταν η δημιουργία μιας διπλής ψευδής συνείδησης. Η ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ γινόταν όλο και πιο ασαφής , ‘εργαλειακή’ προκειμένου να συγκαλύψει την αλλαγή θέσεων. Τότε κάποιοι μίλησαν για τον λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου. στα χρόνια εκείνα υπήρχε ένα καταπιεσμένο δυναμικό κοινωνικής κινητικότητας που αναζητούσε διέξοδο πολιτικοποίησης και συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Το δυναμικό αυτό εκφράστηκε από τον Παπανδρέου με το σύνθημα της Αλλαγής. Όσο ασαφής ήταν αυτή η εξαγγελία περί Αλλαγής άλλο τόσο συμπαρέσυρε τα πλήθη. Στην μεγάλη ενδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ δεν βοήθησε μόνο το σύνθημα της Αλλαγής αλλά και η ταυτόχρονη αποδυνάμωση της Ένωσης Κέντρου Νέων Δυνάμεων που έδειχνε την εντύπωση ενός γερασμένου κόμματος παραγόντων και της ιστορικής Αριστεράς που ταλανιζόταν από εσωτερικά προβλήματα. Επίσης, στην ισχυροποίηση του ΠΑΣΟΚ έπαιξε σημαντικό ρόλο η στροφή του Εκδοτικού Συγκροτήματος Λαμπράκη από την ΕΚΝΔ στο ΠΑΣΟΚ από το 1976. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ ήταν αρκετά ισχυρό και φάνταζε στις εκλογές του 1977 ως ισότιμος διεκδικητής του κεντρώου χώρου. Οι μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις και η τεράστια κινητοποίηση των μαζών ήταν σημαντικές για το ΠΑΣΟΚ. Η επικοινωνία με τον αρχηγό, η χαρισματική του προσωπικότητα, έκαναν τις μάζες να παραληρούν ακόμα και σε ένα νεύμα του. Πολλές φορές στις συγκεντρώσεις δημιουργείτο η κομματική ταυτότητα των οπαδών του ΠΑΣΟΚ και ισχυροποιούταν το Κίνημα. Μετά το αποτέλεσμα του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’77, όλοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ και πρωτίστως ο Ανδρέας Παπανδρέου έβλεπαν ότι οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα ήταν η μεγάλη ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ να ανέβει στην εξουσία. Το ΠΑΣΟΚ συνέχιζε να υιοθετεί έντονα πολωτικό λόγο. Τα μέλη του κόμματος είχαν υπερβεί τα 100.000 και ήταν ένας οργανωμένος κινητοποιημένος και δραστήριος κομματικός-μηχανισμός στρατός που έβλεπε ως αδιέξοδο την άνοδο στην εξουσία το 1981. Από την άλλη, η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας έμενε εγκλωβισμένη σε έναν τύπο ανάπτυξης της δεκαετίας του ’60 και δεν έδειχνε ικανή να καταλάβει το νέο κύμα και την κοινωνική κινητικότητα που είχε συντελεστεί. Έτσι, στις εκλογές στις 18 Οκτωβρίου 1981, το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία με το ποσοστό-ρεκόρ για ένα κόμμα με μόλις 7 χρόνια ζωής(48%). Κάποιοι μίλησαν για την μοναδικότητα του ΠΑΣΟΚ, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκείνη την περίοδο τα Σοσιαλιστικά Κόμματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ανήλθαν στην εξουσία με ποσοστά που πλησίαζαν αυτό του ΠΑΣΟΚ. Και τα 3 κόμματα εξέφραζαν μια κοινή δυναμική που η αφετηρία της πρέπει να τοποθετηθεί στο ραγδαίο εκσυγχρονισμό των χωρών αυτών κατά τη δεκαετία του ’60. Δεν παύει όμως η επιτυχία αυτή του ΠΑΣΟΚ να είναι πολύ μεγάλη και πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα. Μετά τις εκλογές του ’81 πολλοί είχαν υποστηρίξει ότι τα κρατικά κατεστημένα που είχαν δημιουργηθεί τόσα χρόνια δεν θα δέχονταν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αλλά όπως αναφέραμε παραπάνω το ΠΑΣΟΚ είχε αρχίσει το φλερτ με τις ένοπλες δυνάμεις. Η Αλλαγή που είχε επέλθει , η μετάβαση, ήταν βελούδινη, διότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν σταθεροποιηθεί και κανένα εξωθεσμικό κέντρο εξουσία δεν θα μπορούσε να ανακόψει ή να εκβιάσει τη νέα κυβέρνηση. Ήταν η πρώτη φορά που ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας, και υπήρχε αμφιβολία στον πολιτικό κόσμο αν η αλλαγή ήταν σωστή. Όμως, οι σωστοί χειρισμοί του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Καραμανλή επέτρεψαν η αλλαγή σκυτάλης να γίνει με ομαλό και δημοκρατικό τρόπο. Στις πρώτες του προγραμματικές δηλώσεις, ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στην εθνική συμφιλίωση και την ομοψυχία, στην αναγνώριση της Ενιαίας Εθνικής Αντίστασης και στην κατάργηση εκδηλώσεων που διχάζουν το λαό. Στο θέμα της Εξωτερικής πολιτικής, δήλωσε ότι θα ασκηθεί με ρεαλισμό. Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ είχε ένα χάσμα λόγων και έργων. Διότι ως αντιπολίτευση έλεγε έξω από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις των ΗΠΑ, αλλά τώρα ως κυβέρνηση προσκρούει στις διεθνείς πραγματικότητες. Το ΠΑΣΟΚ κυρίως καλούταν να αντιμετωπίσει 3 ειδών κληρονομημένους αναχρονισμούς, οι οποίοι ήταν αποτέλεσμα της μακρόχρονης επικράτησης του πολιτικού και πολιτιστικού συντηρητισμού. Ο πρώτος αναχρονισμός ήταν οι διακρίσεις που είχαν δημιουργηθεί από τη μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία της Δεξιάς (ενστικτώδης φόβος απέναντι στον χωροφύλακα). Ο δεύτερος αναχρονισμός ήταν πολιτικός. Το ΠΑΣΟΚ κατήργησε όλες τις επετειακές εκδηλώσεις του εμφύλιου(6/11/1981), αναγνώρισε επίσημα την Εθνική Αντίσταση τον Αύγουστο του 1982 και συνταξιοδότησε τους αγωνιστές της. Ο τρίτος αναχρονισμός ήταν κοινωνικοπολιτιστικός και το ΠΑΣΟΚ καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο, αποποινικοποίησε τη μοιχεία εκσυγχρόνισε τη διαδικασία έκδοσης του διαζυγίου, εκσυγχρόνισε το οικογενειακό δίκαιο, ίδρυσε το Συμβούλιο ισότητας των 2 φύλων και εξέδωσε μια σειρά από νομοθετήματα για την προστασία της εργαζόμενης γυναίκας. Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνικών σχέσεων έδινε έναν νέο πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα στο ΠΑΣΟΚ. Τα βήματα αυτά στις κοινωνικές σχέσεις ήταν αναγκαία για την εξισορρόπηση της κοινωνίας αλλά η κυβέρνηση θα κρινόταν από κυρίως από θέματα οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής. Η σκληρότερη κριτική απέναντι στο ΠΑΣΟΚ αφορούσε τη γενικότερη οικονομική πολιτική της δεκαετίας του ’80. Την τετραετία 1981-’85 το ΠΑΣΟΚ εξήγγειλε ένα οικονομικό πρόγραμμα που ταίριαζε σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό κόμμα. Το πρόγραμμα έδειχνε επιμονή στην διευθυντική αρμοδιότητα του δημοσίου τομέα, συμπληρωμένη από κεϋνσιανές τεχνικές διαχείρισης της οικονομίας, με έντονα στοιχεία αντιευρωπαϊσμού, ισχυρή έφεση ανεξαρτησίας από τους δυτικούς συμμάχους και μακροπρόθεσμη θεώρηση. Στην εισοδηματική πολιτική, αυξήθηκαν αισθητά οι μισθοί και τα ημερομίσθια, κυρίως τα κατώτερα. Καθιέρωσε την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή σε τετράμηνη βάση και κλιμάκωση ανάλογα με το ύψος των αποδοχών του μισθωτού. Όσον αφορά την δημοσιονομική πολιτική, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η αύξηση της δημόσιας δαπάνης, η οποία ξεπέρασε κατά πολύ τον ρυθμό αύξησης των δημοσίων εσόδων. Με εξαίρεση τη σύντομη περίοδο του σταθεροποιητικού προγράμματος (1986-‘87), η τάση αυτή χαρακτήρισε την οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80. Επίσης, αυξήθηκε η κοινωνική δαπάνη, κυρίως λόγω της γενναίας αύξησης της δαπάνης για συντάξεις. Από την πλευρά της προσφοράς, οι επενδύσεις και η παραγωγή δεν ανταποκρίθηκαν στα νέα επίπεδα της ζήτησης. Το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβέρνηση στηριζόμενο σε ένα μαζικό κόμμα και έναν χαρισματικό ηγέτη και όχι σε ένα πολιτικό προσωπικό που κατέλαβε τους υπουργικούς θώκους και τις ανώτερες βαθμίδες της κρατικής εξουσίας. Το 1977 αριθμούσε 27.000 μέλη, το 1981 110.000 μέλη και στο Α’ Συνέδριο του ’84 δήλωσε 220.000 μέλη. Τα μέλη αυτά δεν ήταν εικονικά ή μιας χρήσης. Το κόμμα ήταν πλέον ένας συμμέτοχος στη φάση διαμόρφωσης ενός συστήματος εξουσίας. Στο θέμα της μαζικοποίησης, μεγάλο ρόλο έπαιξε η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, η ΠΑΣΚΕ, η οποία ήταν η πρώτη μαζική συνδικαλιστική παράταξη που γινόταν εξουσία στη ΓΣΕΕ. Ο συνεταιριστικός τομέας οργανώθηκε και μαζικοποιήθηκε εξίσου έντονα, με την ΠΑΣΕΓΕΣ να είναι ένα αντίγραφο της ΠΑΣΚΕ. Η διαδικασία μαζικοποίησης και ενίσχυσης των κοινωνικών οργανώσεων επέδρασε κατά διττό τρόπο στο ΠΑΣΟΚ: από τη μια οργανώθηκε περαιτέρω και σταθεροποιήθηκε η κομματική του βάση αλλά από την άλλη είχε αρχίσει μια στροφή προς μια πολυσυλλεκτική πολιτική και ρητορεία. Η επικάλυψη κόμματος -κράτους-κοινωνικών οργανώσεων οδήγησε ορισμένες φορές στην πελατειακή χρήση της δημόσιας διοίκησης και κομματικοποίησης του κράτους. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής σημειώθηκαν οι πιο θεαματικές μεταστροφές του αντιπολιτευτικού λόγου του ΠΑΣΟΚ σε κυβερνητική πρακτική. Τα αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα έδωσαν τη θέση τους στη ρεαλιστική αποδοχή των γεωπολιτικών συσχετισμών της περιοχής. Πολλοί μελετητές και διεθνολόγοι υποστήριξαν ότι το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε ίδια εξωτερική πολιτική με τη Νέα Δημοκρατία σχετικά με το ΝΑΤΟ, την ΕΟΚ, τις ΗΠΑ και το Κυπριακό. Υπήρχαν 2 εσωτερικοί περιορισμοί που ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει πλεύση στην εξωτερική του πολιτική σε σχέση με αυτά που έλεγε ως αντιπολίτευση. Αρχικά, η ΝΔ με τους χειρισμούς του Καραμανλή είχε ακολουθήσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική με ανοίγματα στον Τρίτο Κόσμο, στους Άραβες και στο Ανατολικό μπλοκ, η οποία δεν θύμιζε την παλιά εξωτερική πολιτική της Δεξιάς. Επίσης, μια απόφαση του Καραμανλή για διακοπή δεσμών με το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το ’74 θεωρήθηκε αργότερα από πολλούς μεγάλο λάθος διότι άφησε ανοιχτό το πεδίο διεκδικήσεων στην Τουρκία. Ο δεύτερος περιορισμός που έπρεπε να λάβει υπόψη του ο Παπανδρέου ήταν η κυριαρχούσα κομματική κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ. Ο αντιιμπεριαλιστικός και πατριωτικός λόγος αποτελούσε για τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ ένα υποκατάστατο της έλλειψης σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Με την επιθετική αντιπολιτευτική εξωτερική πολιτική, το ΠΑΣΟΚ τώρα ως κυβέρνηση ήλπιζε να αυξήσει τα ανταλλάγματά του. Επίσης, ο Παπανδρέου έπρεπε να σκέφτεται και το αντιαμερικανικό αίσθημα των οπαδών του προτού προβεί σε μια περισσότερο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική, γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος να χαθούν πολλές ψήφοι. Το αποτέλεσμα του παραπάνω ‘παιγνίου σε διπλό ταμπλό’ ήταν οι πολλές αλλαγές και μεταστροφές σε πολλά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής, με σαφή όμως τάση πλέον ρεαλιστικής προσαρμογής στις πραγματικότητες των δυτικών συμμαχικών πλαισίων και τελικής αποδοχής της ευρωπαϊκής στρατηγικής. Για άλλη μια φορά το ΠΑΣΟΚ είχε προσκρούσει στα τοιχώματα της πραγματικότητας, ή αλλιώς ένιωσε την καυτή καρέκλα της κυβέρνησης, και συνειδητοποίησε ότι τα περιθώρια ελιγμών ήταν περιορισμένα. Όσον αφορά τη Δύση, οι αντιπαραθέσεις του ΠΑΣΟΚ ήταν προσεκτικότερες και μετριοπαθέστερες για έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα οφέλη στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ αλλά και να εξασφαλίσει αναγκαία υποστήριξη στα ελληνοτουρκικά θέματα, στο Κυπριακό και στην προοπτική οικονομικής ανάπτυξης στο νέο Ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όμως οι συχνά έντονες κριτικές προς τους Δυτικούς Συμμάχους για εκλογικά οφέλη, έφεραν σε αρκετές περιπτώσεις την ψύχρανση των σχέσεων. Οι σχετικές διαφοροποιήσεις από τη Δύση είχαν να κάνουν με την εγκατάσταση των πυρηνικών πυραύλων Πέρσινγκ και Κρουζ στην Ευρώπη, την άρνηση συνυπογραφής των κυρώσεων κατά της Πολωνίας μετά την επιβολή στρατιωτικού νόμου από τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι καθώς και για την άρνηση καταδίκης της ΕΣΣΔ για την κατάρριψη ενός επιβατικού τζάμπο της Ν. Κορέας. Το ΠΑΣΟΚ ταυτόχρονα έκανε ανοίγματα προς την Ανατολή, αποσκοπώντας στη διαβαλκανική συνεργασία για αποπυρηνικοποίηση της περιοχής. Συνεχίστηκε η προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων με την ΕΣΣΔ καθώς και με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Συνέχισε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της ΝΔ προσεγγίζοντας τον αραβικό κόσμο. Στις σχέσεις Ελλάδας- ΗΠΑ, κυρίαρχο ρόλο είχε η ανανέωση της παραμονής των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση ήταν κάθετο στο θέμα της παραμονής. Τελικά ως κυβέρνηση, ύστερα από κάποιες θεαματικές κινήσεις διακοπής των συνομιλιών, η συμφωνία για 17μηνη παράταση των βάσεων με νέα προοπτική συμφωνίας, υπογράφηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1983. Από την πλευρά της, η Αμερική συμφώνησε να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ Ελλάδας- Τουρκίας. Το ΠΑΣΟΚ θέλησε να παρουσιάσει στον ελληνικό λαό τη συμφωνία αυτή ως την πλέον συμφέρουσα για την Ελλάδα, κάτι όμως το οποίο δεν ήταν αλήθεια. Η οξυμένη ρητορική κατά της Τουρκίας και της υποστήριξης της Δύσης προς αυτή, υπήρξε ο βασικός τρόπος με τον οποίο ο Α. Παπανδρέου μετέτρεψε τον αρχικό απελευθερωτικό- αντιιμπεριαλιστικό λόγο σε ‘πατριωτικό’ στο πλαίσιο μιας γενικότερης στροφής προς το Κέντρο. Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην Τουρκία ήταν εύθραυστη, διότι από τη μια δεν έπρεπε η ένταση να φτάσει σε επίπεδα πολεμικής σύρραξης και από την ο διάλογος μαζί της δεν μπορούσε να καταλήξει πουθενά διότι συνέχιζε να αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και συνέχιζε να κατέχει μέρος της Κύπρου. Σχετικά με την ΕΟΚ, η αμφισημία του ΠΑΣΟΚ ήταν κάτι παραπάνω από έντονη. Αν και το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να αναλάβει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1983 και να διοργανώσει ευρωεκλογές το 1984, το ερώτημα ΄μέσα ή έξω’ από την ΕΟΚ δεν είχε απαντηθεί. Η απάντηση δόθηκε το 1985 ύστερα από μια συνέντευξη τύπου του Α. Παπανδρέου μετά το Συμβούλιο κορυφής των Βρυξελλών. Εκείνη την περίοδο τα Προεδρικά ταλάνιζαν την χώρα και είχαν ως αποτέλεσμα ο Φιλοευρωπαίος Καραμανλής να παραιτηθεί από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Ο Παπανδρέου λοιπόν ύστερα από την απώλεια του Καραμανλή έπρεπε να διαβεβαιώσει τους Ευρωπαίους ότι η Ελλάδα μπήκε στην ΕΟΚ για να μείνει. Εξάλλου και οι επόμενες βουλευτικές εκλογές δεν αργούσαν και ο Παπανδρέου δεν ήθελε να χρεωθεί την έξοδο από την ΕΟΚ. Για μια ακόμα φορά φαίνεται το μείγμα δημαγωγικού τακτικισμού και ρεαλισμού που χαρακτήρισε τον Α. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Ανακεφαλαιώνοντας, η σε ορισμένες περιπτώσεις αντιπαράθεση με την Ευρώπη χωρίς κάποιον λόγο αλλά μόνο για την αποκόμιση κάποιων μελλοντικών οφελών ήταν επικίνδυνη στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ αλλά πολύ περισσότερο επικίνδυνο για την Ελλάδα, η οποία άργησε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες του Ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Την περίοδο 1981-’85, ο Α. Παπανδρέου ήταν ο απόλυτος χειριστής- διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής και κατάφερε με την αναδίπλωση των ριζοσπαστικών θέσεών του να μην οδηγήσει την Ελλάδα σε περιπέτειες. Από την άλλη ορισμένες φορές με το χάσμα που υπήρξε ανάμεσα στις αντιπολιτευτικές ρητορείες και στις κυβερνητικές πρακτικές το ΠΑΣΟΚ εκτέθηκε στα μάτια ακόμα και οπαδών του και το θέμα της εξωτερικής πολιτικής θα ταλαιπωρούσε το ΠΑΣΟΚ και την επόμενη κυβερνητική 4ετία. Το εκρηκτικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί το 1985 ήταν το προοίμιο μιας δημόσιας ηθικοπολιτικής κρίσης η οποία την ερχόμενη τετραετία θα βαρύνει το ΠΑΣΟΚ και θα είναι από τους λόγους της ήττας του το ’89. Οι εκλογές του ’85 ήταν το τέλος της αντιδεξιάς συμπαράταξης, διότι ήταν πλέον εμφανές ότι τα συμφέροντα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ ήταν αποκλινόμενα. Ακόμα σημαντικότερο όμως ήταν το γεγονός ότι είχαν εξαντληθεί οι προϋποθέσεις και οι δυνατότητες ενός εθνικού κεϋνσιανού μεταρρυθμισμού. Τη χρονιά εκείνη είχαν διαφανεί και προβλήματα στα μαζικά κόμματα, διότι τα κόμματα δεν έδειχνα ικανά να συνθέσουν πολιτικά τα κοινωνικά συμφέροντα και τα αιτήματα. Κυριάρχησε η πτώση της ιδεολογικής φόρτισης, η μείωση της πολιτικής συμμετοχής και η βαθμιαία απομαζικοποίηση των κομμάτων. Τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αποτέλεσαν σημαδιακή περίοδο για το ιδεολογικό κλίμα της ελληνικής κοινωνίας. Την ίδια περίοδο σε όλη την ανεπτυγμένη Δύση καθιερώθηκε η ηγεμονία των ιδεών του νεοφιλελευθερισμού και του νεοσυντηρητισμού με αιχμές του δόρατος τον θατσερισμό στη Βρετανία και τον ρηγκανισμό στις ΗΠΑ. Είχαν δημιουργηθεί και στη χώρα μας νέες αντιθέσεις του τύπου: κρατισμός – ιδιωτική πρωτοβουλία, συλλογικό – ατομικό, εθνική αυτοδυναμία – ευρωπαϊκός προσανατολισμός. Το ’85 λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ βγήκε από έναν εκλογικό θρίαμβο έχοντας ένα βαθύ υπαρξιακό πρόβλημα ταυτότητας. Είχε έρθει η ώρα να θέσει τα όρια της ασαφούς αλλαγής. Πλέον είχαν φανεί τα όρια του Αντιδεξισμού και πολλές προγραμματικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ, ειδικότερα αυτές που αφορούσαν την οικονομική πολιτική, είχαν ξεπεραστεί από τις νέες πραγματικότητες. Στην επιφάνεια είχαν έρθει προβλήματα που το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να λύσει στην πρώτη του κυβερνητική θητεία. Τέτοια ήταν η ανταγωνιστικότητα, η σταθεροποίηση, η ανάπτυξη και η προσαρμογή αυτών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Με την κοινωνική πολιτική της πρώτης τετραετίας είχε αυξηθεί η ζήτηση χωρίς ταυτόχρονη ενίσχυση της προσφοράς, της εγχώριας παραγωγής και των επενδύσεων. Η εξυγίανση της οικονομίας είχε θυσιαστεί στο βωμό της κομματικής σκοπιμότητας. Το ΠΑΣΟΚ πλέον είχε βρεθεί σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι: Έπρεπε να αποσαφηνίσει την ταυτότητά του, το ιδεολογικό του στίγμα και τον κομματικό του λόγο. Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ προσέκρουε για άλλη μια φορά στα τοιχώματα της πραγματικότητας , επιζητούσε την αναγέννησή του και έπρεπε να βρει ένα κρίκο για να ενώσει την κομματική ιδεολογία με την κυβερνητική πρακτική. Οι διεθνείς εξελίξεις και η ραγδαία ανάπτυξη του διεθνισμού και του καπιταλισμού ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να μετατρέψει τον πολιτικό του λόγο από εθνικοαπελευθερωτικό σε ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό. Ο καταιγισμός των εξελίξεων δεν ήταν ικανός όπως φάνηκε αργότερα να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα φαίνεται ότι τότε το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε να αλλάξει. Η σταθεροποιητική πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1985-1987 πήρε ευρύτερες ιδεολογικές διαστάσεις στο ΠΑΣΟΚ και στην ΠΑΣΚΕ. Παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει μια οικονομική πολιτική παροχών προς τους ‘ μη προνομιούχους’ δηλαδή σχεδόν προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά τώρα έπρεπε το ΠΑΣΟΚ να κερδίσει μια ευρύτερη συναίνεση για έναν νέο ανταγωνιστικό και εξωστρεφή τρόπο ανάπτυξης προσαρμοσμένο στη διεθνή κοινωνία. Το συνδικάτο όμως ήταν σχεδόν σίγουρο όπως και έγινε ότι δεν θα δεχόταν εύκολα τα νέα μέτρα σταθεροποίησης που έπρεπε να πάρει το ΠΑΣΟΚ. Το ερώτημα ήταν αν η οικονομία θα έσερνε μαζί της την πολιτική ή η (μικρό)πολιτική θα βάλτωνε μαζί με τον εαυτό της και την οικονομία. Στις 11 Οκτωβρίου αναγγέλθηκαν τα πρώτα μέτρα του σταθεροποιητικού προγράμματος, στόχος του οποίου ήταν ο έλεγχος του ισοζυγίου πληρωμών και πληθωρισμού. Το έλλειμμα και το εξωτερικό χρέος της χώρας είχαν αυξηθεί και ο πληθωρισμός σημείωνε μια σταθερά σταδιακή απόκλιση από τους αντίστοιχους των άλλων χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΟΚ. Η κατάσταση σταδιακά επιδινόταν και ο αριστερός και φιλολαϊκός χαρακτήρας της οικονομικής δεν μπορούσε να σκεπάσει την πραγματικότητα και να οδηγήσει σε παλιούς λαϊκισμούς. Κατά τη διάρκεια εφαρμογής των πρώτων μέτρων του σταθεροποιητικού προγράμματος ξέσπασαν μεγάλες συγκρούσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ: στην κεντρική επιτροπή, στην κοινοβουλευτική ομάδα και κυρίως στον συνδικαλιστικό χώρο. Ο Παπανδρέου προχώρησε σε διαγραφές των διαφωνούντων μέσα στην ΠΑΣΚΕ κατηγορώντας τους ότι βρίσκονται στο ρετιρέ της μισθολογικής κλίμακας. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα συνάντησε ευρύτερες αντιδράσεις στο χώρο των εργαζομένων, διότι στηριζόταν στη συγκράτηση των μισθών απέναντι σε μια περίοδο θεαματικών αυξήσεων. Αντίθετα με τα συνδικάτα, η νέα οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ βελτίωσε τις σχέσεις του με τον επιχειρηματικό κόσμο, γεγονός που δείχνει τη σταδιακή μετάλλαξή του από μαζικό σε πολυσυλλεκτικό κόμμα. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα διακόπηκε αιφνιδιαστικά και ίσως ανορθόδοξα από τον Α. Παπανδρέου στις 25 Νοεμβρίου 1987. Τότε παραιτήθηκε από Υπουργός Οικονομίας ο Κώστας Σημίτης και η Ελλάδα έχασε έναν Υπουργό Οικονομίας αλλά κέρδισε και έναν μελλοντικό υποψήφιο Πρωθυπουργό. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα είχε ανακόψει τις αρνητικές τάσεις αλλά η πρόωρη διακοπή του για μικροπολιτικά οφέλη οδήγησε ξανά στην τραγική επιδείνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Η εξυγίανση της οικονομίας θυσιάστηκε στο βωμό της εκλογικής σκοπιμότητας. Όμως η κομματική ιδεολογία του ΠΑΣΟΚ, όσο και αν τα στελέχη και οι οπαδοί του δεν το παραδέχονταν , είχε ποτιστεί με τις πραγματικότητες της ανταγωνιστικότητας και της διεθνοποίησης. Τα παραπάνω όμως έπρεπε να τα προσαρμόσει και στην κυβερνητική του πολιτική κάτι που δεν έκανε γιατί κινδύνευε να σημειωθεί ένα ίσως ανεπανόρθωτο ρήγμα στους παραδοσιακά ταυτισμένους ψηφοφόρους και οπαδούς του που θεωρούσαν κάθε αναφορά σε φιλελεύθερες πολιτικές ως χαρακτηριστικά της ιδεολογίας και των παραδοσιακών θέσεων της παραδοσιακής φιλελεύθερης Δεξιάς. Ο χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές του 1989 δούλευε αρνητικά για το ΠΑΣΟΚ. Αν και στην αρχή της ίδρυσής του ήταν μαζικό κόμμα με ένα ηγέτη πολύ ισχυρό και ήθελε να αποκαλείται ριζοσπαστικό κίνημα, με την ολοκλήρωση της δεύτερης κυβερνητικής του θητείας είχε μεταλλαχθεί. Είχε γίνει ένα κυβερνητικό μόρφωμα μέσα στο οποίο συνύπαρχαν με ένα τρόπο εξουσιαστικό η κυβέρνηση, το κόμμα, οι βουλευτές (οι οποίοι είχαν αποκτήσει πλέον τους προσωπικούς τους μηχανισμούς), τα διευθυντικά στελέχη του δημοσίου τομέα και οι τοπικοί παράγοντες. Μαζί με τα διάφορα εσωτερικά κέντρα επιρροής συνύπαρχαν ιδιωτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και η ηγετική φυσιογνωμία του Ανδρέα Παπανδρέου δεν μπορούσε επαρκώς να προσδώσει εσωτερική συνοχή. Αποτέλεσμα ήταν στα μάτια του κόσμου να απομυθοποιηθεί η Αλλαγή και να ενισχυθούν οι καταστάσεις φεουδοποίησης του κράτους και του δημοσίου τομέα από πολλά στελέχη και παράγοντες του ΠΑΣΟΚ. Υπήρξε ραγδαία φθορά του κύρους των θεσμών, είχε αρχίσει η μυρωδιά των σκανδάλων και αυτή η αλλαγή του ήθους και ύφους της εξουσίας θα γίνει το εκλογικό Βατερλό του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’89. στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο πολιτικός λόγος του ΠΑΣΟΚ είχε χάσει τη δυναμική του. Αποτελούσε ένα εθνικιστικό και λαϊκιστικό αμάγαλμα , μέσα στο οποίο μπορούσε να δικαιολογηθεί κάθε είδους πολιτική και ιδεολογική κατεύθυνση. Στην κοινωνία αλλά και μέσα στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ είχε ενισχυθεί το αίτημα για εκσυγχρονισμό, το οποίο αργότερα θα εκφράσει ο Κώστας Σημίτης. Το παρατεταμένο κενό ηγεσίας, ο ιδεολογικός αποπροσανατολισμός, η προγραμματική σύγχυση, η οργανωτική αποσύνθεση, η αυτονόμηση βουλευτών και όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ του 1989 είχε μετατραπεί σε κόμμα στελεχών-παραγόντων και δεν είχε καμία σχέση με το μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα που εμφανίστηκε το 1974. Το ΠΑΣΟΚ του ’92 είχε υιοθετήσει έναν πολιτικό λόγο ριζικά διαφορετικό από τα υπεριδεολογικοποιημένα επιχειρήματα της δεκαετίας του ’70 . Οι αντιιμπεριαλιστικοί τόνοι είχαν χαμηλώσει εντελώς και ο αντιευρωπαϊσμός άνηκε στην ιστορία. Το διαχωριστικό ολιγαρχία- μη προνομιούχοι προβάλλεται όλο και λιγότερο και ο εθνικιστικός λόγος έχει υποβαθμιστεί. Παρατηρείται λοιπόν μια ιδεολογική προσαρμογή , η οποία ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να περάσει ανώδυνα στην κομματική βάση χωρίς να υπάρχουν εκλογικές διαρροές στα άλλα αριστερά κόμματα. Με άλλα λόγια υπήρξε στροφή προς τη ρεαλιστική μετριοπάθεια και τον ιδεολογικό κατευνασμό. Το ΠΑΣΟΚ στην ιδρυτική Διακήρυξη είχε απορρίψει τη Σοσιαλδημοκρατία αλλά τώρα επιχειρεί σε μεγάλο βαθμό τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του. Ο λόγος του είχε γίνει ρεφορμιστικός και αποκτούσε σιγά-σιγά ηγεμονικό ρόλο στο αριστερό πολιτικό ημισφαίριο. Επίσης κατάφερνε να γίνεται ο άμεσος δέκτης της δυσαρέσκειας που προκαλούσαν οι αντίπαλοι του. Εφόσον το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να κυριαρχήσει στα Αριστερά, λόγω και της μεγάλης κρίσης που απέφερε στην Αριστερά η κατάρρευση του υπαρκτού Σοσιαλισμού, δεν χρειαζόταν πλέον να είναι τόσο ριζοσπαστικό στην ιδεολογία και την θεωρία του. Όμως για να κατάφερνε να σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί πλήρως το ΠΑΣΟΚ, έπρεπε να αποτινάξει από πάνω του τελείως τα παραδοσιακά αντιδεξιά στοιχεία που το έκαναν να φαίνεται περισσότερο ‘κεντροαντιδεξιό’ παρά ‘κεντροαριστερό’ κόμμα.. Την πλήρη μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ την καθυστέρησε η επιβίωση στοιχείων του παλιού αρχηγικού-λαϊκιστικού χαρακτήρα του. Στις εκλογές που έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου 1996, ο Σημίτης θέλοντας να απαλλαγεί από τη σκιά του Παπανδρέου, στο σύνθημα της ΝΔ, ‘Ώρα για δουλειά’, αντιπαρέταξε τον ‘Εκσυγχρονισμό’. Στις εκλογές αυτές για πρώτη φορά είναι έντονος ο ρόλος που παίζει η ιδιωτική τηλεόραση, διότι οι πολιτικές εκπομπές είναι πολλαπλάσιες και υπάρχει καθημερινός καταιγισμός πληροφοριών. Το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών δίνει τη νίκη στο νέο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη με 41,49% και 162 έδρες. Η εκλογική νίκη αυτή θα είναι αφετηρία όπως θα δούμε και παρακάτω μιας σειράς πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων με φόντο την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και στη ζώνη του ευρώ. Η κυβέρνηση Σημίτη ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα δώσει μεγάλη βάση στην ιδεολογία, αλλά στόχευε στο σχεδιασμό για την αποτελεσματικότητα της οικονομίας, για την μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και για τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών και υπηρεσιών. Ο Σημίτης ήταν αντίθετος στην πόλωση και δεν ήταν πρόθυμος να μιλήσει για κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές, για δεξιούς-αντιδεξιούς, για προνομιούχους – μη προνομιούχους. Αυτό είναι και το πρώτο στοιχείο που δείχνει ότι το νέο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη θα είναι ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα. Η στάση αυτή του Σημίτη δείχνει και την ικανότητα που έχει το ΠΑΣΟΚ διαχρονικά να μπορεί να μιλά σε διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με το ακροατήριο και την επικαιρότητα. Δείχνει επίσης ιδεολογική και κοινωνική ρευστότητα. Το τότε ιδεολογικό στίγμα είχε να κάνει με δύο παράγοντες: το κόμμα ως κόμμα εξουσίας και ο ιδεολογικός προσανατολισμός. Τα δεδομένα έδειχνα πως ο Σημίτης απομακρυνόταν σταθερά από το παραδοσιακό παπανδεϊκό ΠΑΣΟΚ και την απομάκρυνση αυτή θα μπορούσαν να την εξηγήσουν η πορεία της χώρας προς την ΟΝΕ, η τεχνοκρατική προσωπικότητα του Σημίτη και οι πολιτικές αντιθέσεις της δεκαετίας του ’80 που είχαν αδυνατίσει πλέον αρκετά. Όσον αφορά το κυβερνητικό έργο, στην εξωτερική πολιτική παρατηρείται αλλαγή πλεύσης από αυτή που ασκούσε το ΠΑΣΟΚ επί Παπανδρέου. Όπως είδαμε παραπάνω, η σχέσεις με την Τουρκία όλα τα χρόνια του Ανδρέα ήταν ιδιαίτερα τεταμένες και δεν υπήρχε διάλογος, με μόνη εξαίρεση την προσέγγιση Παπανδρέου – Οζάλ το 1988 στο Νταβός. Η πολιτική Σημίτη είχε ως στόχο τη σύνδεση των ζητημάτων του Αιγαίου με το Κυπριακό, τον περιορισμό των αντιθέσεων στο θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και τέλος την κατάργηση του διμερούς διαλόγου με την Τουρκία για οποιοδήποτε θέμα. Το θέμα των Ιμίων ήταν το δυσκολότερο που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σημίτη καθώς εκείνες τις ημέρες το κλίμα πολέμου ήταν έντονο. Επίσης στόχος της κυβέρνησης ήταν η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός το οποίο θα διευκόλυνε το ζήτημα της επίλυσης του Κυπριακού. Σχετικά με την Ε.Ε, είδαμε ότι παλαιότερα το ΠΑΣΟΚ ήταν ιδιαίτερα ευρωσκεπτικιστικό, στη συνέχεια είχε δεχθεί την Ε.Ε αλλά ταυτόχρονα διατύπωνε και κάποιες επιφυλάξεις. Επί Σημίτη όμως, το ΠΑΣΟΚ γίνεται ιδιαίτερα φιλοευρωπαϊκό και μάλιστα ο πρωθυπουργός υποστήριζε ότι τα συμφέροντα και οι προοπτικές της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας βρίσκονται στην Ε.Ε και την εξέλιξή της. Πίστευε ότι η οικοδόμηση μιας ισχυρής και αξιόπιστης Ελλάδας απαιτούσε την ενεργό παρουσία της σε όλη την ημερήσια δράση της Ένωσης. Το ΠΑΣΟΚ ήταν υπέρ του βαθμιαίου μετασχηματισμού της Ε.Ε σε πολιτική ένωση με ομοσπονδιακή προοπτική, ικανή να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας Επίσης, ήταν υπέρ της διεύρυνσης της Ε.Ε, με ευρωπαϊκές χώρες που πληρούν τα πολιτικά και οικονομικά κριτήρια. Στις εκλογές του στις 9 Απριλίου του 2000 θα προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές με διακύβευμα την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ και τη συνακόλουθη είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε. Το κεντρικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ ήταν ‘ Όλοι μαζί δημιουργούμε τη Νέα Ελλάδα. Το μέλλον ξεκίνησε.’ Ο Κώστα Σημίτης βλέποντας την ισχυροποίηση του Καραμανλή στη Νέα Δημοκρατία, επιχείρησε να οδηγήσει την εκλογική μάχη σε προσωπικό επίπεδο. Οι εκλογές εξελίχθηκαν σε ντέρμπι και το αποτέλεσμα ήταν 43,79% υπέρ του ΠΑΣΟΚ και 42,73% για τη ΝΔ. Η πολύ μικρή νίκη ήταν αποτέλεσμα της αλαζονείας που είχαν επιδείξει πολλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ από τη μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, καθώς και η σταδιακή απομάκρυνση του ΠΑΣΟΚ από τα παραδοσιακά στρώματα τα οποία εξέφραζε. Έπρεπε αυτή η μικρή διαφορά να λειτουργήσει σαν συναγερμός για το ΠΑΣΟΚ αλλά αυτό όπως φάνηκε και αργότερα δεν έγινε. Στόχοι της δεύτερης τετραετίας Σημίτη ήταν: η ισχυρή Ελλάδα, η Ελλάδα της ασφάλειας, της σταθερότητας, της ειρήνης, της ανάπτυξης και της ευημερίας, η Ελλάδα της ανθρωπιάς και της κοινωνικής αλληλεγγύης, η Ελλάδα με φωνή και κύρος στην Ευρώπη. Συνοψίζοντας, το ιδεολογικό στίγμα του ΠΑΣΟΚ την οκταετία 1996-2004 είχε ως εξής: Όπως είχε αναφερθεί στην αρχή της εργασίας, για να μπορέσουμε να κρίνουμε την ιδεολογία, τις θέσεις και το έργο του ΠΑΣΟΚ, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις εξελίξεις που συμβαίνουν γύρω του. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση όδευε προς την ΟΝΕ και έθετε επιτακτικά το θέμα προσαρμογής της Ελλάδας. Φαινόμενα όπως ο έντονος κρατισμός, η πελατειακές σχέσεις, ο εθνοκεντρισμός και οι αμυντικές συμπεριφορές έπρεπε να ξεπεραστούν. Έτσι, μετά το 1994, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στην Ε.Ε έγινε αρκετά φιλική. Οι υψηλοί τόνοι αντιπαράθεσης άνηκαν στο παρελθόν και το ΠΑΣΟΚ πλέον είχε εξελιχθεί σε ιδιαίτερα φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Σύμφωνα με τον Σημίτη ο εθνοκεντρισμός ήταν υπεύθυνος για τη μη λύση του θέματος των Σκοπίων το 1992. Ο εθνοκεντρισμός γύριζε τη χώρα ολοταχώς πίσω. Επίσης, ο Σημίτης θέλησε να σταματήσει τον λαϊκισμό μέσα στο ΠΑΣΟΚ γιατί ο λαϊκισμός απευθύνεται στο πηγαίο συναίσθημα και όχι στη λογική, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε λάθος μονοπάτια. Παρ’ όλες τις προσπάθειες Σημίτη, το κόμμα παρέμενε αμφίθημο. Δεν είχε απορρίψει παλιά ιδεολογήματα του κράτους παροχών και της πελατειακής νοοτροπίας. Το 1996 επιχειρήθηκε η ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ, καταβλήθηκε προσπάθεια να ανοιχτεί σε όλη την κοινωνία και έγινε πολυσυλλεκτικό. Επιδιώχθηκε να αναδυθεί ένα νέο ιδεολογικό και προγραμματικό προφίλ το οποίο τις περισσότερες φορές βρήκε φραγμούς στην υπάρχουσα κομματική έκφραση εκπροσώπησης συμφερόντων. Οι 5 όροι οι οποίοι δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ γίνεται πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι οι εξής: α) δημιουργείται νέα σχέση μεταξύ κυβέρνησης και κόμματος β) επιχειρείται ευρύ άνοιγμα στην κοινωνία και στον κοινωνικό διάλογο, γ) υπάρχει η δράση περιφερειακών ΠΑΣΟΚ (τοπικές και νομαρχιακές οργανώσεις), δ) παρουσία σε όλους τους χώρους και όλους τους θεσμούς ε) επιχειρείται διάλογος με τη σύγχρονη αριστερά. Ιδρύθηκαν οι θεματικές οργανώσεις (τοπικές οργανώσεις πολιτιστικής δραστηριότητας) προκειμένου το ΠΑΣΟΚ να αποκτήσει νέα μέλη σύμφωνα με τις νέες πολυσυλλεκτικές ανάγκες. Οι θεματικές οργανώσεις αριθμούσαν περίπου τις 300 και τα νέα μέλη περίπου 20.000. Η αλήθεια είναι ότι η εκσυγχρονιστική πλευρά θέλησε να στελεχώσει τις Θεματικές Οργανώσεις με έμπιστά της μέλη, ώστε να υπάρχει βοήθεια σε προγραμματικές και προσυνεδριακές εκλογές. Έτσι επιδεινώθηκε η οργανωτική αποτελμάτωση του ΠΑΣΟΚ. Στο καταστατικό του ’99 το ΠΑΣΟΚ αναφέρεται ως σύγχρονο, δημοκρατικό, σοσιαλιστικό κόμμα και εκφράζει το όραμα του 21ου αιώνα για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας στην ενωμένη και προοδευτική Ευρώπη. Χαρακτηριστικό στοιχείο της μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ σε πολυσυλλεκτικό κόμμα είναι το απόσπασμα από το καταστατικό του ’99 που λέει: ‘ Το ΠΑΣΟΚ του 21ου αιώνα δεν μπορεί να επιστρέψει στη μορφή του κόμματος μαζών παραδοσιακού αριστερού τύπου που λειτουργεί στο όνομα της κοινωνίας, ούτε να ολοκληρώσει τη μορφή του κόμματος αξιωματούχων που φαίνεται να λειτουργεί σήμερα. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να μετεξελιχθεί σε σχηματισμό αυτόνομων και ενεργών πολιτών’ . Όμως, η μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία, η αλαζονεία, η διαφθορά, η μετατροπή του κόμματος σε γερασμένο – υποτονικό, μετέτρεψαν το ΠΑΣΟΚ της τετραετίας του 2000-2004 σε κόμμα στελεχών και αξιωματούχων μπλεγμένο στα γρανάζια του κρατισμού και του κυβερνητισμού. Είχε μετατραπεί σε ένα προσωπικό μηχανισμό στελεχών που υποκαθίστασαι τις λειτουργίες του κόμματος. Επίσης χαρακτηρίστηκε από κοινωνική ετερογένεια της λαϊκής και της εκλογικής του βάσης. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ περισσότερο νοιαζόντουσαν να εξακολουθήσουν να γεύονται τα υπουργικά – βουλευτικά προνόμια και όχι τόσο να παράξουν πολιτική και να αναγεννήσουν το ίδιο το κόμμα τους. Αυτή η μετατροπή σε κόμμα στελεχών αποξενωμένο από την κοινωνία, θα οδηγήσει στη μεγάλη ήττα του 2004. Λίγο πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2004, το κλίμα για το ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ βαρύ. Η έντονη φθορά του ‘γερασμένου’ πλέον ΠΑΣΟΚ φαίνονταν στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες έδειχνα ότι το κυβερνών κόμμα με τον Κ. Σημίτη Πρόεδρο θα αντιμετώπιζε μεγάλη ήττα. Στις δημοσκοπήσεις τις οποίες είχε παραγγείλει ο Πρωθυπουργός φαίνονταν ότι το πιο δημοφιλές στέλεχος μέσα στο ΠΑΣΟΚ ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου, γιος του ιδρυτή του κινήματος, και υπουργός αρκετών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Είχε φτάσει η ώρα της διαδοχής. Ο Παπανδρέου ήταν ο μόνος που θέλησε να βγει μπροστά και να αναλάβει ένα ‘καράβι που βούλιαζε’. Εν τέλει ο Παπανδρέου μέσω μιας πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα των κομμάτων δημοκρατικής διαδικασίας, πήρε την εντολή από 1.000.000 μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που τον εξέλεξαν από τις κομματικές κάλπες που είχαν στηθεί σε όλη τη χώρα. Το σύνθημα που κυριαρχούσε τότε στο ΠΑΣΟΚ ήταν το ‘ Γιώργο, προχώρα, άλλαξέ τα όλα’ . Το σύνθημα αυτό έδειχνε τη διάθεση που είχε ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ να δει το κόμμα του ανανεωμένο, με νέα στελέχη και νέα πολιτική προοπτική. Στις προεκλογικές ομιλίες, το κεντρικό moto του Παπανδρέου ήταν ‘ Δίκαιη Κοινωνία – Δυνατή Ελλάδα’, ‘Σιγουριά – Ελπίδα – Προοπτική’. Παρόλα αυτά το ΠΑΣΟΚ υπέστη ήττα στις βουλευτικές εκλογές τις 7ης Μαρτίου του 2004 κατακτώντας το 40,55% των ψήφων (117 έδρες) σε αντίθεση με τη ΝΔ η οποία με το εκλογικό ποσοστό του 45,36% (165 έδρες) ήταν κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα αυτό σηματοδότησε για το ΠΑΣΟΚ μια νέα περίοδο αναζητήσεων και εσωστρέφειας. Στο νέο καταστατικό του 2005, εκφράζεται η πίστη στις αρχές της ιδρυτικής διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη (Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση, Δημοκρατικές Διαδικασίες) καθώς και στις αξίες του Σοσιαλισμού (κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, ειρήνη και αλληλεγγύη). Το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται πολιτικό κίνημα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στοχεύει στην κατοχύρωση της εθνικής ομοψυχίας, στη διασφάλιση και στη διεύρυνση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, στη δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου, στην καταπολέμηση κάθε είδους διάκρισης και στη δημιουργία μιας ισχυρής και αξιόπιστης Ελλάδας. Οργανωτικά θέλοντας να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ και να αποδώσει καλύτερη και περισσότερο αποκεντρωμένη πολιτική, ο Παπανδρέου σχημάτισε το Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο με τη σειρά του εξέλεξε το Πολιτικό Συμβούλιο. Ο Παπανδρέου επίσης, θέλοντας να εκφράσει την πολυσυλλεκτικότητα του ΠΑΣΟΚ, πρότεινε και πέτυχε τη συμμετοχή ανθρώπων τρίτων χωρών σε όλα σχεδόν τα όργανα του ΠΑΣΟΚ. Εξασφάλισε μεγαλύτερη παρουσία γυναικών με την ποσόστωση των δύο φύλων η οποία πλέον ήταν 40% ενώ παλαιότερα 20%. Προσπάθησε να ανασυντάξει την νεολαία του κόμματος η οποία σε πολλές περιπτώσεις έδειχνε περισσότερο φθαρμένη και ‘γερασμένη’ και από το ίδιο το κόμμα. Στις εκλογές του 2007 το ΠΑΣΟΚ υπέστη νέα εκλογική ήττα και πήρε μόλις 38,1% των ψήφων, εκλογικό ποσοστό που είναι το μικρότερο που είχε το ΠΑΣΟΚ από το 1981 και έπειτα. Μετά την ήττα, ο Παπανδρέου μίλησε για μια νέα λυτρωτική πορεία για το κίνημα και ότι τα αίτια της ήττας ήταν το ξερίζωμα από τις ριζοσπαστικές παραδόσεις, ο καθεστωτισμός, ο κυβερνητισμός και η απομάκρυνση από το λαό. Υποσχέθηκε μεγάλη πράξη εσωτερικής κάθαρσης για να μπορέσει ξανά ο λαός να πιστέψει στο ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τον Παπανδρέου άλλα και πολλούς μελετητές και επιστήμονες, το ΠΑΣΟΚ περνάει κρίση ταυτότητας και πρέπει να την επαναπροσδιορίσει και να ορίσει το κοινωνικό μέτωπο που εκπροσωπεί. Στοχεύει εκ νέου στη δημιουργία μιας συμμαχίας των αγροτών, των εργατοϋπαλλήλων, των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, της νέας γενιάς, των οικολογικών κινημάτων, των μεταναστών , των μικροεπιχειρηματιών και των επιστημόνων. Μετά από έντονη αυτοκριτική περίοδο αλλά και μετά από πολλά εγκληματικά λάθη που έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, το ΠΑΣΟΚ το 2009 ανέλαβε την εξουσία με μεγάλη κοινοβουλευτική παρουσία και εκλογικό ποσοστό. Με κεντρικό σύνθημα το ‘Λεφτά Υπάρχουν’, ο Γιώργος Παπανδρέου κατάφερε και έπεισε ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας να τον ψηφίσει και να δώσει την ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ να πραγματοποιήσει τις αλλαγές που είχε εξαγγείλει. Στις αρχές του 2010 ξεκινάει μια μεγάλη περιπέτεια για τη χώρα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ενώ είχε ήδη διαφανεί η έκταση της οικονομικής κρίσης παγκοσμίως, η ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε τα μέτρα που έπρεπε από την αρχή της εκλογής της. Το ΠΑΣΟΚ, μάλλον έμοιαζε σαν να απολάμβανε τον πολυπόθητο μήνα του μέλιτος μετά την εκλογική επικράτηση και δεν αντιλήφθηκε άμεσα την κρισιμότητα της κατάστασης με το διογκωμένο έλλειμμα και το τεράστιο δημόσιο χρέος. Η αρχή έγινε με τις δηλώσεις Παπανδρέου στο Καστελόριζο και η συνέχεια από τότε είναι γνωστή σε όλους. Η χώρα με το οξύ οικονομικό της πρόβλημα, προσέφυγε στο ΔΝΤ και στην Ε.Ε για οικονομική στήριξη. Οι μισθοί και συντάξεις συνεχώς μειώνονται, το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, η ανεργία και τα λουκέτα αυξάνονται αλματωδώς και γενικά το χάσμα ανάμεσα στις προεκλογικές εξαγγελίες και στις κυβερνητικές αποφάσεις ήταν τεράστιο για το ΠΑΣΟΚ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ είναι ότι με τις κυβερνητικές επιλογές του αυτά τα χρόνια της κρίσης, έχασε τους παραδοσιακά εκλογικούς του συμμάχους και δείχνει να έκοψε τους ιστορικούς του δεσμούς με τα κοινωνικά στρώματα που εξέφραζε. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από την τεράστια εκλογική πτώση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2012. Η κυβέρνηση Παπανδρέου κλήθηκε να αντιμετωπίσει την μεγαλύτερη κρίση της χώρας από την πτώση της Χούντας. Τα ιστορικά λάθη της, ήταν ότι άργησε να αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί σημαντικός χρόνος, δεν είπε την αλήθεια στους πολίτες για την κατάσταση που παρέλαβε και για τις θυσίες που θα απαιτηθούν και τέλος δεν αναζήτησε κυβερνητικούς συμμάχους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ναι μεν το ΠΑΣΟΚ έχει ευθύνες για την πορεία της χώρας, αλλά και η ΝΔ έχει ακόμα μεγαλύτερες και έπρεπε να κληθεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση στο μερίδιο που της αναλογούσε. Τα γεγονότα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια είναι γνωστά και στο δια ταύτα, μιλάμε για μια χώρα στο χείλος του γκρεμού και για ένα κομματικό – πολιτικό σύστημα που διαρκώς μεταβάλλεται. Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, έχει έντονο πρόβλημα ταυτότητας και ιδεολογίας. Μπορεί όταν ανέλαβε τα ηνία ο Ευάγγελος Βενιζέλος να υπήρχε μια συγκρατημένη αισιοδοξία για άνοδο των εκλογικών ποσοστών, όμως αυτό δεν φάνηκε στην κάλπη. Το ΠΑΣΟΚ ενώ ταυτόχρονα έχει χάσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους, χάνει πολύ και στη νέα γενιά. Οι νέοι άνθρωποι γυρίζουν την πλάτη στα δυο κόμματα εξουσίας και στρέφονται σε άλλες μορφές δράσεις, ενίοτε κινηματικές. Το ΠΑΣΟΚ, συμπαρασύρθηκε σε μια εκλογική κατάρρευση από τα λάθη και τις παραλείψεις της τελευταίας κυβερνητικής του θητείας, αλλά και από την εγκατάλειψη των αρχών και των αξιών που διαχρονικά εξέφρασε. Ο Ελληνικός λαός δεν πείσθηκε από το πρόγραμμα και τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ . Επέλεξε συνειδητά να μην το ακούσει και να το τιμωρήσει στην κάλπη. Το ΠΑΣΟΚ σίγουρα έχει διαχρονικές ευθύνες για πολλές παθογένειες της χώρας. Ο κυβερνητισμός, η εξουσιομανία και η διαφθορά αρκετών στελεχών καθώς και ο έντονος κρατισμός έκαναν μεγάλο κακό στην παράταξη. Το ΠΑΣΟΚ έπαψε να συζητά για την ιδεολογία, δεν είχε ορίσει με ποια στρώματα συστρατεύεται, τι αξίες υπηρετεί και όλα αυτά τα λάθη τα πλήρωσε από τον κυρίαρχο λαό στις κάλπες. Στην τριετία που πέρασε, η ζωή μας άλλαξε και δυσκόλεψε ως αποτέλεσμα της κρίσης, και παρά την προσπάθεια, τις συγκεκριμένες επιτυχίες και αλλαγές που έφερε ένα πρωτοφανές σε όγκο νομοθετικό έργο, υπήρξαν λάθη και παραλείψεις, οφειλόμενα στην ελλιπή προετοιμασία αλλά και στην αδυναμία του πολιτικού και διοικητικού συστήματος να ανταποκριθεί στο μέγεθος του εγχειρήματος. Μπροστά στις απαιτούμενες αλλαγές που έπρεπε να πραγματοποιηθούν, σημειώθηκαν και μεγάλα λάθη. Το βαρύ φορτίο της κρίσης το σήκωναν για άλλη μια φορά οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που για χρόνια ήταν τυπικοί απέναντι στις υποχρεώσεις τους προς το κράτος και τους εργαζομένους. Αντίθετα, όσοι φοροδιέφευγαν και εισφοροδιέφευγαν εξακολουθούν να το κάνουν και να ζουν εις βάρος όλων μας. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι γνωστό σε όλους. Δημιουργήθηκε παρατεταμένη ύφεση, οι άνεργοι και τα λουκέτα στην αγορά πολλαπλασιάστηκαν, οι φόροι έπληξαν εκατομμύρια νοικοκυριά και φτάσαμε στο τραγικό σημείο να αμφισβητείται έντονα η παρουσία της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Την κρίσιμη ώρα το ΠΑΣΟΚ, μπροστά στον άμεσο κίνδυνο που διαφαινόταν, υποτίμησε το πρόβλημα και χρεώθηκε μόνο του το κόστος της αντιμετώπισης αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης. Αυτό ήταν το πολιτικό του λάθος, αφού τα υπόλοιπα κόμματα συνέχισαν την τυφλή αντιπολίτευση, χωρίς ν’ αντιλαμβάνονται τις συστημικές αλλαγές που είχαν ήδη συντελεστεί. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει ως δημοκρατικό κόμμα να πραγματοποιήσει την αναγέννησή του. Με καθαρή ιδεολογία και ρεαλισμό απέναντι σε μια Ευρώπη που καθημερινά αλλάζει, οφείλει ν’ αλλάξει και το ΠΑΣΟΚ και να μετεξελιχθεί σε ένα κόμμα που θα εκφράσει ξανά τους δημοκρατικά σκεπτόμενους πολίτες, το σοσιαλδημοκρατικό κομμάτι της κοινωνίας. Να μπορέσει να εκπροσωπήσει τους άνεργους νέους, τους διαρκώς πληττόμενους εργαζομένους, τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Να καταφέρει να δώσει ελπίδα στη νεολαία που διαρκώς μειώνεται, μιας και εκατοντάδες είναι εκείνοι που καθημερινά αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό, απογοητευμένοι και αηδιασμένοι. Το ΠΑΣΟΚ με σύγχρονο - καθαρό λόγο, με ανανέωση του στελεχιακού του δυναμικού και με συλλογική δράση, μπορεί να καταστεί ξανά πλειοψηφικό ρεύμα. Το έχει ανάγκη η κοινωνία, η οποία ενώ παρατηρεί την άνοδο της ακροδεξιάς και του τυφλού λαϊκισμού, βλέπει ότι στην κεντροαριστερά το τοπίο είναι πολύ θολό. Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ οφείλει να έρθει σε ρήξεις με το αμαρτωλό παρελθόν του κόμματος, να αναστυλώσει το κόμμα ώστε να το καταστήσει ανοιχτό και δημοκρατικό, και να προχωρήσει σε ριζική ανανέωση προσώπων και προτάσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;

  Ο Κασσελάκης λοιπόν επιβεβαίωσε τα προγνωστικά του πρώτου γύρου και είναι από χθες ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ειπωθεί πολλά τα οποί...