Η οικονομική
κατάσταση της χώρας δεν γίνεται αντιληπτή μόνο στις μειώσεις μισθών και
συντάξεων. Όσοι έχουν αίσθηση της αγοράς την βλέπουν καθημερινά από τις δεκάδες
επιχειρήσεις που ενώ προσπάθησαν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν, βαράνε
κανόνι η μια μετά την άλλη. Το κανόνι μάλιστα είναι αναπόφευκτο όταν η
επιχείρηση δανειζόταν περισσότερο από όσο μπορούσε και περιστατικά
κακοδιαχείρισης κυριαρχούσαν. Εξαίρεση στον κανόνα δεν μπορεί να μην είναι και
ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Παρά τη δραματική μείωση του προσωπικού
και την επί μήνες εθελοντική εργασία των παραμεινάντων υπαλλήλων, ο οργανισμός βρίσκεται στο χείλος της πτώχευσης, γεγονός το
οποίο θα οδηγήσει στην ανεργία πολλούς συνανθρώπους μας, θα επιφέρει μεγάλο
πλήγμα στην ενημέρωση και θα δημιουργήσει μια μεγάλη τρύπα στον επιχειρηματικό
καμβά.
Όλα τα
παραπάνω μας γεμίζουν θλίψη και συμπάσχουμε με τους εργαζομένους. Ή μήπως όχι;
Εννοείται πως όχι, όταν μιλάμε για την μνημονιακή Ελλάδα στην οποία περισσότερο
από ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της γιγαντώθηκε ο λαϊκισμός, η διαίρεση, το μίσος
και ο διχασμός. Είναι αμέτρητοι εκείνοι οι οποίοι βιάστηκαν να μοιραστούν τη
χαρά τους στα κοινωνικά δίκτυα για το επικείμενο κλείσιμο του ΔΟΛ. Με λόγια
μίσους και ανακούφισης πανηγύριζαν για την απώλεια εκατοντάδων θέσεων εργασίας.
Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν τον λόγο για τον οποίο πανηγύριζαν. Έτσι τους είπαν,
έτσι έπραξαν. Σαν πιστοί αυλικοί, πρόθυμοι υπηρέτες συμφερόντων τρίτων.
Ο ρόλος του
ΔΟΛ, οι σχέσεις του με την εξουσία και η διαχρονική του πορεία στην ελληνική
πραγματικότητα θα κριθούν από την ιστορία. Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή
του για τα παραπάνω όμως το σημαντικότερο στην προκειμένη είναι η χαρά του
κόσμου με τη δυστυχία του άλλου. Τα χρόνια της κρίσης, πολλοί συμπολίτες μας μπολιάστηκαν
με μίσος και αντί να ασχοληθούν με τα δικά τους προβλήματα έβρισκαν νόημα
ύπαρξης να μοιράζουν ‘ψόφους’ και κατάρες. Αν ο γείτονας είχε άλλες απόψεις από
τις δικές μας ήταν προδότης και γερμανοτσολιάς. Αν ο γνωστός μας ήταν ένας επιτυχημένος
επιχειρηματίας, στα μάτια μας φάνταζε απατεώνας και λαμόγιο. Ο φίλος μας ο
δημόσιος υπάλληλος ήταν αυτομάτως τεμπέλης και λουφαδόρος. Το γενικότερο
τσουβάλιασμα του κόσμου και οι ταμπέλες που βάζαμε ως άλλοι θεϊκοί κριτές, ήταν
και είναι αγαπημένο χόμπι του κόσμου.
Και αυτός ο
κόσμος δεν πρόκειται να ησυχάσει μέχρι ο γνωστός μας ο επιχειρηματίας να βάλει
λουκέτο στην επιχείρησή του και ο φίλος μας ο δημόσιος υπάλληλος να απολυθεί.
Έχουμε βρει το αληθινό νόημα της χαράς μας στο πως θα καταφέρουμε να οδηγηθεί ο
διπλανός μας στο ίδιο (προς τα κάτω) επίπεδο με εμάς. Έχουμε αλλεργία στην
επιτυχία των άλλων και ο φθόνος επικρατεί κατά κράτος της αληθινής χαράς. Άλλωστε
στη χώρα μας διαχρονικά φθονούσαμε την κατσίκα του γείτονα και θέλαμε να
ψοφήσει. Πλέον έχουμε φτάσει στο αρρωστημένο σημείο που θέλουμε να ψοφήσει και
ο ίδιος ο γείτονας.