Ενόψει των επικείμενων νέων σκληρών μέτρων, γίνεται λόγος ακόμα και για πιθανές απολύσεις στο δημόσιο τομέα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ατομικά, αλλά και μέσω των συνδικαλιστικών τους ενώσεων έχουν θορυβηθεί και αντιστέκονται σε νέες περικοπές, στην εργασιακή εφεδρεία αλλά και στην πώληση των ΔΕΚΟ. Με βάση τη συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων απολύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν. Με αφορμή τη δήλωση του νέου κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Μόσιαλου ότι ‘η μονιμότητα στο Δημόσιο θα αποτελέσει αντικείμενο ευρύτατης διαβούλευσης στο πλαίσιο της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης’, οφείλουμε να αναφερθούμε σε ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους και το δημόσιο τομέα στην Ελλάδα. Αρχικά, με βάση την πρόσφατη απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, ο αριθμός τους ανέρχεται περίπου στις 768.000. Ο αριθμός μπορεί να μην είναι ακριβής καθώς πολλοί δεν απογράφησαν και άλλοι πάλι απογράφησαν ενώ τελικά δεν έπρεπε (π.χ. συνταξιούχοι). Η κυβέρνηση από την αρχή της θητείας της είχε εξαγγείλει τη συγχώνευση ή την κατάργηση εκατοντάδων υπηρεσιών και οργανισμών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μετά από 20 και πλέον μήνες τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Ακόμα και σήμερα, εν μέσω της απειλής της πτώχευσης, συνεχίζουν να λειτουργούν αρκετοί αχρείαστοι δημόσιοι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις εν μια νυκτί προκειμένου να τακτοποιηθούν οι ‘πιστοί’ ψηφοφόροι των δυο μεγάλων κομμάτων.
Ένα άλλο θέμα είναι οι συμβασιούχοι οι οποίοι πλημμύρισαν το δημόσιο τομέα, αφενός για να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με μικρό οικονομικό κόστος, αφετέρου για να συνεχίσουν οι πολιτικοί να επενδύουν στις πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους. Πλέον, οι συμβάσεις αυτές λήγουν και η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να συνεχίσει τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Εδώ όμως ανακύπτει ένα απλό ερώτημα: εάν οι συμβασιούχοι που πράγματι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες φύγουν, τότε τι θα γίνει με τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούν να κάνουν καμία πρόσληψη; Το πιθανότερο είναι να κατεβάσουν ρολά και ο μόνος ζημιωμένος θα είναι ο Έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί και θα εξαναγκάζεται σε πολλές περιπτώσεις να καταφεύγει σε ιδιώτες έναντι μεγάλου οικονομικού κόστους.
Ακόμα, σημαντικότατο είναι το ζήτημα με τις ΔΕΚΟ. Η κυβέρνηση όπως εξήγγειλε, σκοπεύει να αποκρατικοποιήσει πολλές δημόσιες επιχειρήσεις. Οι αντιδράσεις είναι πολλές αλλά η πραγματικότητα είναι σκληρή και δεν επιδέχεται λαϊκισμούς. Όσες ΔΕΚΟ είναι ζημιογόνες πρέπει να φύγουν από τον έλεγχο του δημοσίου, μιας και δεν υπάρχει διάθεση από την πολιτεία για εξυγίανσή τους. Τα προνόμια πολλών εργαζομένων στις ΔΕΚΟ είναι εξωφρενικά και προκλητικά τη στιγμή που ζητούνται συνεχώς θυσίες από τους συνταξιούχους, από τους ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και από τους χαμηλόμισθους δημοσίους υπαλλήλους. Πολλοί εργαζόμενοι – συνδικαλιστές φοβούμενοι ότι αυτά τα εξωφρενικά τους προνόμια θα χαθούν, είναι έτοιμοι για μάχη με την κυβέρνηση.
Είναι γεγονός ότι στο δημόσιο τομέα, υπάρχουν πολλές υπηρεσίες με πλεονάζον προσωπικό και άλλες που εμφανέστατα υπολειτουργούν. Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα είναι οι μετατάξεις προσωπικού. Αφού ολοκληρωθούν αυτές πρέπει η κυβέρνηση να ελέγξει κατά πόσο όλες οι θέσεις είναι οργανικές. Στην περίπτωση που μια θέση κριθεί μη οργανική, μπορεί να καταργηθεί και σύμφωνα με το Σύνταγμα μπορεί να επιφέρει την απόλυση του υπαλλήλου, γεγονός το οποίο ουδέποτε έχει συμβεί ως σήμερα. Η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων είναι ένα ζήτημα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και κυρίως για τα κόμματα. Σίγουρα δεν είναι και το πλέον ευχάριστο να απειλείται η θέση ενός δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος έχει προγραμματίσει τη ζωή του και τις υποχρεώσεις του βασιζόμενος στη σιγουριά που απολαμβάνει. Δεν είναι όμως εξίσου δυσάρεστο το γεγονός ότι καθημερινά δεκάδες ιδιωτικοί υπάλληλοι χάνουν τη δουλειά τους; Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν απολαμβάνουν καμιά μονιμότητα. Όπλο τους είναι η σκληρή εργασία και διαρκώς αξιολογούνται. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο μισθός των περισσοτέρων ιδιωτικών υπαλλήλων είναι σαφώς κατώτερος του μέσου δημοσίου, ενώ το ωράριο μεγαλύτερο. Σαφώς και δεν επιχειρείται διαχωρισμός των εργαζομένων, όμως τη στιγμή που γίνεται έντονος διάλογος για τους δημοσίους υπαλλήλους, πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθούν οι αρμόδιοι σοβαρά και με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Έχουν ψυχή κι αυτοί.
Σχολιασμός της πολιτικής επικαιρότητας, ανάρτηση πολιτικών, ιδεολογικών και θεωρητικών κειμένων καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο χρήζει σχολιασμού!
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ
Αναμφίβολα η βδομάδα που πέρασε ήταν πολιτικά άκρως ενδιαφέρουσα. Τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο και οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές. Από τη μεγάλη πιθανότητα που συγκέντρωνε η, ουσιαστικά, συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, φτάσαμε στον ανασχηματισμό της κυβέρνησης και στη συσπείρωσή της. Μετά την αποτυχία συνεννόησης, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πετούσαν το μπαλάκι των ευθυνών ο ένας στον άλλο και η κοινή γνώμη προσπαθούσε μετά κόπου να καταλάβει ποιος είχε δίκιο. Ποιος έκανε πίσω και δεν επετεύχθη συνεργασία. Το πιο κρίσιμο ερώτημα όμως που ζητά απάντηση είναι κατά πόσο θα ήταν χρήσιμη μια κυβέρνηση ‘μίξης’ μεταξύ των δυο μεγάλων κομμάτων και ενδεχομένως κάποιων τεχνοκρατών. Η αλήθεια είναι ότι ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα, δεν διαθέτουμε τον πολιτικό πολιτισμό για μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Και τα δυο κόμματα έχουν αποδείξει ότι δεν την επιθυμούν, και μια ενδεχόμενη συνεννόηση τους, η οποία ουσιαστικά προτείνεται από τους ευρωπαίους εταίρους μας, το πιθανότερο θα ήταν να κατέληγε σε αποτυχία και να έβαζε τη χώρα σε χειρότερες τρικυμίες.
Από την αποτυχία συνεννόησης οδηγηθήκαμε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ένας ανασχηματισμός ο οποίος χαρακτηριζόταν από τα κυβερνητικά στελέχη ως δομικός, όμως η αλήθεια είναι ότι με μια πρώτη ματιά εξάγονται κάποια απλά συμπεράσματα: Αρχικά, η απομάκρυνση του κ. Παπακωνσταντίνου από το υπουργείο Οικονομικών δείχνει με τον πιο εμφανή τρόπο την αποτυχία της πολιτικής του. Αυτή η αποτυχία σε συνδυασμό με τις σχεδόν καθημερινές προστριβές του με τους συναδέλφους του υπουργούς και με τους βουλευτές της συμπολίτευσης, τον υποβάθμισε σε υπουργό Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Στον Ευάγγελο Βενιζέλο δόθηκε η Αντιπροεδρία της κυβέρνησης και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών. Ο Πρωθυπουργός περιμένει από τον κ. Βενιζέλο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ενώ του παρέδωσε και το καυτό χαρτοφυλάκιο των αποκρατικοποιήσεων. Ακόμα, η κυβέρνηση περιμένει από τον νέο τσάρο της οικονομίας να εκμεταλλευτεί τη ρητορική του δεινότητα και να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η προσπάθεια για σωτηρία πρέπει να συνεχιστεί ακόμα και αν αυτό αποφέρει νέα σκληρά μέτρα. Ακόμα, η απομάκρυνση από την κυβέρνηση της κ. Μπιρμπίλη και του κ. Δρούτσα , καθώς επίσης και η υποβάθμιση των κ.κ. Παπακωνσταντίνου, Ραγκούση, Παμπούκη και Πεταλωτή, δείχνουν ότι ο κ. Παπανδρέου δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι δικές του προσωπικές επιλογές απέτυχαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Θέλησε με τον τρόπο αυτό να απαντήσει στις εσωκομματικές κατηγορίες ότι κυβερνά ‘με την παρέα του’.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, ο ανασχηματισμός χρησιμοποιήθηκε από τον Πρωθυπουργό και ως ένας μοχλός κομματικής συσπείρωσης σε μια εξαιρετικά κρίση στιγμή για το ΠΑΣΟΚ. Το κείμενο αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής που είχαν υπογράψει προ ημερών 16 βουλευτές του κυβερνόντος κόμματος, η ανεξαρτητοποίηση Λιάνη, οι αιφνίδιες παραιτήσεις Φλωρίδη, Νασιώκα καθώς και η αμφισβήτηση του Πρωθυπουργού από τους κ.κ. Σαλαγιάννη και Λιντζέρη, είχαν συνθέσει ένα εκρηκτικό σκηνικό για την κυβέρνηση αλλά και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Με τον ανασχηματισμό ο Πρωθυπουργός πιστεύει ότι μπορεί να ηρεμήσει βουλευτές και στελέχη του κόμματος. Το ζητούμενο όμως είναι κατά πόσο θα ηρεμήσει η ελληνική κοινωνία. Διότι, για να αδειάσουν οι πλατείες δεν αρκεί η αλλαγή υπουργού Οικονομικών. Αυτό που έχει σημασία είναι η κυβέρνηση να αρχίζει να τρέχει για να προσπαθήσει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε και η κυβερνητική επιτροπή. Ο ανασχηματισμός πρέπει να λειτουργήσει σαν ξυπνητήρι για την κυβέρνηση και όχι να θεωρηθεί απλώς μια τακτοποίηση των εσωκομματικών ισορροπιών. Με λίγα λόγια, καλός ο ανασχηματισμός προσώπων, αλλά πάνω απ’ όλα χρειάζεται ανασχηματισμός πολιτικής. Γιατί αλλιώς αν το ΠΑΣΟΚ δεν εκμεταλλευτεί την τελευταία του ευκαιρία, για το καλό της χώρας και της οικονομίας, τότε το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε πρόωρες εκλογές πριν το τέλος του χρόνου. Και αν λάβουμε υπόψη ότι αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση θα είναι δύσκολο να προκύψει, όπως επίσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η συνεννόηση όπως αντιληφθήκαμε πρόσφατα, τότε η χώρα θα μπει σε περισσότερες περιπέτειες.
Από την αποτυχία συνεννόησης οδηγηθήκαμε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ένας ανασχηματισμός ο οποίος χαρακτηριζόταν από τα κυβερνητικά στελέχη ως δομικός, όμως η αλήθεια είναι ότι με μια πρώτη ματιά εξάγονται κάποια απλά συμπεράσματα: Αρχικά, η απομάκρυνση του κ. Παπακωνσταντίνου από το υπουργείο Οικονομικών δείχνει με τον πιο εμφανή τρόπο την αποτυχία της πολιτικής του. Αυτή η αποτυχία σε συνδυασμό με τις σχεδόν καθημερινές προστριβές του με τους συναδέλφους του υπουργούς και με τους βουλευτές της συμπολίτευσης, τον υποβάθμισε σε υπουργό Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής. Στον Ευάγγελο Βενιζέλο δόθηκε η Αντιπροεδρία της κυβέρνησης και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών. Ο Πρωθυπουργός περιμένει από τον κ. Βενιζέλο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ενώ του παρέδωσε και το καυτό χαρτοφυλάκιο των αποκρατικοποιήσεων. Ακόμα, η κυβέρνηση περιμένει από τον νέο τσάρο της οικονομίας να εκμεταλλευτεί τη ρητορική του δεινότητα και να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι η προσπάθεια για σωτηρία πρέπει να συνεχιστεί ακόμα και αν αυτό αποφέρει νέα σκληρά μέτρα. Ακόμα, η απομάκρυνση από την κυβέρνηση της κ. Μπιρμπίλη και του κ. Δρούτσα , καθώς επίσης και η υποβάθμιση των κ.κ. Παπακωνσταντίνου, Ραγκούση, Παμπούκη και Πεταλωτή, δείχνουν ότι ο κ. Παπανδρέου δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι δικές του προσωπικές επιλογές απέτυχαν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Θέλησε με τον τρόπο αυτό να απαντήσει στις εσωκομματικές κατηγορίες ότι κυβερνά ‘με την παρέα του’.
Εκτός όμως από τα παραπάνω, ο ανασχηματισμός χρησιμοποιήθηκε από τον Πρωθυπουργό και ως ένας μοχλός κομματικής συσπείρωσης σε μια εξαιρετικά κρίση στιγμή για το ΠΑΣΟΚ. Το κείμενο αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής που είχαν υπογράψει προ ημερών 16 βουλευτές του κυβερνόντος κόμματος, η ανεξαρτητοποίηση Λιάνη, οι αιφνίδιες παραιτήσεις Φλωρίδη, Νασιώκα καθώς και η αμφισβήτηση του Πρωθυπουργού από τους κ.κ. Σαλαγιάννη και Λιντζέρη, είχαν συνθέσει ένα εκρηκτικό σκηνικό για την κυβέρνηση αλλά και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Με τον ανασχηματισμό ο Πρωθυπουργός πιστεύει ότι μπορεί να ηρεμήσει βουλευτές και στελέχη του κόμματος. Το ζητούμενο όμως είναι κατά πόσο θα ηρεμήσει η ελληνική κοινωνία. Διότι, για να αδειάσουν οι πλατείες δεν αρκεί η αλλαγή υπουργού Οικονομικών. Αυτό που έχει σημασία είναι η κυβέρνηση να αρχίζει να τρέχει για να προσπαθήσει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε και η κυβερνητική επιτροπή. Ο ανασχηματισμός πρέπει να λειτουργήσει σαν ξυπνητήρι για την κυβέρνηση και όχι να θεωρηθεί απλώς μια τακτοποίηση των εσωκομματικών ισορροπιών. Με λίγα λόγια, καλός ο ανασχηματισμός προσώπων, αλλά πάνω απ’ όλα χρειάζεται ανασχηματισμός πολιτικής. Γιατί αλλιώς αν το ΠΑΣΟΚ δεν εκμεταλλευτεί την τελευταία του ευκαιρία, για το καλό της χώρας και της οικονομίας, τότε το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε πρόωρες εκλογές πριν το τέλος του χρόνου. Και αν λάβουμε υπόψη ότι αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση θα είναι δύσκολο να προκύψει, όπως επίσης θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η συνεννόηση όπως αντιληφθήκαμε πρόσφατα, τότε η χώρα θα μπει σε περισσότερες περιπέτειες.
Σάββατο 11 Ιουνίου 2011
ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ 20 ΜΗΝΕΣ
Στο χθεσινό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε πολλές αλήθειες. Η φράση κλειδί ήταν αυτή που είπε περί υπέρβασης των κομματικών τειχών. Αυτή η αναφορά του κ. Παπανδρέου δεν στόχευε μόνο στα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία κάλεσε για πολλοστή φορά τις τελευταίες μέρες σε εθνική συνεννόηση για κοινή διαπραγμάτευση απέναντι στους δανειστές της χώρας. Στόχευε και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, που εμφανίζει διαιρετικές τάσεις ανάλογες με τις σκληρές περιόδους εκσυγχρονιστών – προεδρικών. Και εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι αν το ΠΑΣΟΚ, και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση, είναι διαιρεμένη δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα και αποτελεσματικά το κυβερνητικό έργο. Ο Γ. Παπανδρέου, κάλεσε την αντιπολίτευση για συνεργασία σε κοινές ομάδες εργασίας και για επεξεργασία κοινών προτάσεων. Ακόμα, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε διαλλακτικός στο ενδεχόμενο να τοποθετηθούν ακόμα και πρόσωπα κοινής αποδοχής σε κυβερνητικές θέσεις. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για ένα φαινόμενο μοναδικό στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου. Πρόσωπο κοινής αποδοχής θεωρείται ως τώρα μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, του οποίου ο ρόλος όμως περιορίζεται εμφανέστατα από την κάθε κυβέρνηση.
Σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του Πρωθυπουργού ήταν εμφανές ότι όταν αναφερόταν στην ανάγκη για συναίνεση το εννοούσε. Ενδεχόμενη συναίνεση του πολιτικού κόσμου, αφενός θα προσέδιδε περισσότερη αξιοπιστία στη χώρα μας απέναντι στους εταίρους μας, αφετέρου θα έκανε την ελληνική κοινωνία να καταλάβει τη σοβαρότητα του ελληνικού προβλήματος και την ανάγκη υπέρβασης διαχρονικών αντιλήψεων, ανορθογραφιών και στρεβλώσεων για την έξοδο από την κρίση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που πιστεύουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν ψάχνει για σύμμαχους αλλά για συνενόχους, γιατί όταν ο πρώην Πρωθυπουργός είχε ζητήσει συναίνεση, την είχε απορρίψει ασυζητητί. Από την άλλη όμως, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης προτάσσουν το κομματικό όφελος και όχι το εθνικό και δεν επιθυμούν καμία συναίνεση για να μην καούν πολιτικά αν αποτύχει η συνταγή του μακροπρόθεσμου προγράμματος. Αυτή η ατέρμονη συζήτηση φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά το θέμα του εγωισμού και της ασυνέπειας στην πολιτική σκηνή της χώρας. Διαχρονικά τα δυο μεγάλα κόμματα επιθυμούν ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, για πολλούς και διάφορους λόγους, και η λέξη συναίνεση δεν ήταν ποτέ στο λεξιλόγιό τους. Για τον λόγο αυτό πλέον όλοι κοιτούν καχύποπτα τους συνομιλητές τους.
Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού άργησε 20 ολόκληρους μήνες. Μετά τη νίκη στις εκλογές το 2009, έπρεπε να μιλήσει άμεσα στο λαό για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αν γνώριζε ο κόσμος εξαρχής την πραγματική διάσταση του ελληνικού προβλήματος, δεν θα είχαμε επιθέσεις σε βουλευτές και η υπομονή θα έπαιρνε τη θέση της οργής. Ακόμα, αν είχε ζητήσει από τις πρώτες στιγμές ο Πρωθυπουργός συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τότε πιθανώς να την είχε. Και ίσως τότε, η κοινή σύμπλευση θα έφερνε πιο ισχυρή και καλύτερη διαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου. Αν υπήρχε ενότητα του πολιτικού κόσμου της χώρας, θα είχε αποτραπεί η ραγδαία άνοδος των spreads και οι συνεχιζόμενες αναφορές περί χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας. Η συναίνεση είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζει την Ελλάδα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την ιστορική απουσία συναίνεσης είναι ο μη σεβασμός των θεσμών της δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συναίνεση δεν είναι εύκολο να υπάρξει, πρώτον γιατί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν εγκρίνουν τη λύση που προτείνεται για έξοδο από τη κρίση, στις πιο πολλές περιπτώσεις βεβαίως προτάσσοντας το λαϊκισμό, δεύτερον διότι οι κινήσεις πολιτών της χώρας δείχνουν την αντίθεση τους με άγονο όμως τρόπο, δηλαδή χωρίς να προτείνουν μια βιώσιμη λύση για το αύριο του τόπου. Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές ηγεσίες και οι πολίτες τις ευθύνες τους, ατομικά και συλλογικά, για το ποια θα είναι η Ελλάδα του αύριο μακριά από επικίνδυνους λαϊκισμούς και υπερβολές. Στο σημείο αυτό τοποθετείται και η αναφορά του Πρωθυπουργού σε ενδεχόμενη διενέργεια δημοψηφίσματος. Η ευρεία συναίνεση του κοινοβουλίου ή η νομιμοποίηση των μέτρων μέσω δημοψηφίσματος, είναι οι λύσεις για να προχωρήσει η χώρα.
Σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του Πρωθυπουργού ήταν εμφανές ότι όταν αναφερόταν στην ανάγκη για συναίνεση το εννοούσε. Ενδεχόμενη συναίνεση του πολιτικού κόσμου, αφενός θα προσέδιδε περισσότερη αξιοπιστία στη χώρα μας απέναντι στους εταίρους μας, αφετέρου θα έκανε την ελληνική κοινωνία να καταλάβει τη σοβαρότητα του ελληνικού προβλήματος και την ανάγκη υπέρβασης διαχρονικών αντιλήψεων, ανορθογραφιών και στρεβλώσεων για την έξοδο από την κρίση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που πιστεύουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν ψάχνει για σύμμαχους αλλά για συνενόχους, γιατί όταν ο πρώην Πρωθυπουργός είχε ζητήσει συναίνεση, την είχε απορρίψει ασυζητητί. Από την άλλη όμως, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης προτάσσουν το κομματικό όφελος και όχι το εθνικό και δεν επιθυμούν καμία συναίνεση για να μην καούν πολιτικά αν αποτύχει η συνταγή του μακροπρόθεσμου προγράμματος. Αυτή η ατέρμονη συζήτηση φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά το θέμα του εγωισμού και της ασυνέπειας στην πολιτική σκηνή της χώρας. Διαχρονικά τα δυο μεγάλα κόμματα επιθυμούν ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, για πολλούς και διάφορους λόγους, και η λέξη συναίνεση δεν ήταν ποτέ στο λεξιλόγιό τους. Για τον λόγο αυτό πλέον όλοι κοιτούν καχύποπτα τους συνομιλητές τους.
Το διάγγελμα του Πρωθυπουργού άργησε 20 ολόκληρους μήνες. Μετά τη νίκη στις εκλογές το 2009, έπρεπε να μιλήσει άμεσα στο λαό για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αν γνώριζε ο κόσμος εξαρχής την πραγματική διάσταση του ελληνικού προβλήματος, δεν θα είχαμε επιθέσεις σε βουλευτές και η υπομονή θα έπαιρνε τη θέση της οργής. Ακόμα, αν είχε ζητήσει από τις πρώτες στιγμές ο Πρωθυπουργός συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τότε πιθανώς να την είχε. Και ίσως τότε, η κοινή σύμπλευση θα έφερνε πιο ισχυρή και καλύτερη διαπραγμάτευση των όρων του Μνημονίου. Αν υπήρχε ενότητα του πολιτικού κόσμου της χώρας, θα είχε αποτραπεί η ραγδαία άνοδος των spreads και οι συνεχιζόμενες αναφορές περί χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας. Η συναίνεση είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που ταλανίζει την Ελλάδα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Βασικό πρόβλημα που προκύπτει από την ιστορική απουσία συναίνεσης είναι ο μη σεβασμός των θεσμών της δημοκρατίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συναίνεση δεν είναι εύκολο να υπάρξει, πρώτον γιατί οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν εγκρίνουν τη λύση που προτείνεται για έξοδο από τη κρίση, στις πιο πολλές περιπτώσεις βεβαίως προτάσσοντας το λαϊκισμό, δεύτερον διότι οι κινήσεις πολιτών της χώρας δείχνουν την αντίθεση τους με άγονο όμως τρόπο, δηλαδή χωρίς να προτείνουν μια βιώσιμη λύση για το αύριο του τόπου. Ποτέ όμως δεν είναι αργά. Έχει έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές ηγεσίες και οι πολίτες τις ευθύνες τους, ατομικά και συλλογικά, για το ποια θα είναι η Ελλάδα του αύριο μακριά από επικίνδυνους λαϊκισμούς και υπερβολές. Στο σημείο αυτό τοποθετείται και η αναφορά του Πρωθυπουργού σε ενδεχόμενη διενέργεια δημοψηφίσματος. Η ευρεία συναίνεση του κοινοβουλίου ή η νομιμοποίηση των μέτρων μέσω δημοψηφίσματος, είναι οι λύσεις για να προχωρήσει η χώρα.
Κυριακή 5 Ιουνίου 2011
ΟΙ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΠΗΡΕΑΣΟΥΝ
Την περασμένη βδομάδα από αυτή εδώ τη στήλη είχαμε πει ότι ήταν πολύ νωρίς για να κρίνει κανείς, είτε θετικά είτε αρνητικά, τις καθημερινές συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα και σε άλλες πόλεις της χώρας μας. Πλέον, με τις μέρες να έχουν περάσει, μπορεί κανείς να προβεί σε κάποια σημαντικά και παγιωμένα συμπεράσματα: Οι συγκεντρώσεις έχουν εξελιχθεί ομαλά και ειρηνικά, με μοναδική εξαίρεση τη νύχτα που αρκετοί βουλευτές αναγκάστηκαν να φυγαδευτούν ή να φύγουν από την πίσω πόρτα του Κοινοβουλίου, φοβούμενοι τις αντιδράσεις του κόσμου. Μέχρι το βράδυ της Τρίτης, όλοι καταλάβαιναν απολύτως του Αγανακτισμένους. Η’ για την ακρίβεια σχεδόν όλοι. Το σίγουρο είναι ότι κανείς δεν µπορεί να είναι ευτυχής µε όσα γίνονται στην καθημερινότητας της Ελλάδας του Μνημονίου. Και κανείς δεν µπορεί και δεν δικαιούται να είναι χαρούμενος όταν η ζωή του πάει από το κακό στο χειρότερο, όταν δεν βλέπει φως από πουθενά, όταν η ελπίδα λιγοστεύει, και όταν οι προοπτικές είναι γκρίζες. Το πιο απλό όπλο που έχει ο απεγνωσμένος πολίτης είναι να φωνάξει, να διαμαρτυρηθεί. Όλα αυτά είναι απολύτως κατανοητά και αποτελούν ερωτήματα όλων μας. Τα παραπάνω όμως είναι εντελώς διαφορετικά από τον αποκλεισμό της Βουλής. Πάει περίπου μισός αιώνας από τότε που συμπολίτες μας έφτασαν στο σηµείο να πολιορκήσουν τη Βουλή και να απειλήσουν τη σωµατική ακεραιότητα εκπροσώπων του έθνους. Αυτή είναι αναμφίβολα µια επικίνδυνη εξέλιξη. Σίγουρα, αρκετοί από τους 300 όχι μόνο είναι ανεπαρκείς αλλά μπορούν να γίνουν και επικίνδυνοι για τη χώρα. Όμως, προτού προβούμε σε οποιαδήποτε κατηγορία οφείλουμε να αναλογιστούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι εκλέχθηκαν δημοκρατικά από τους Έλληνες εκλογείς. Δεν προέκυψαν από κάποια μυστική διεργασία, ούτε προήλθαν από κάποιον άλλο πλανήτη. Στο σημείο αυτό έχουμε και εμείς την ευθύνη μας, καθώς σπάνια μας ενδιέφερε η πολιτική πρόταση και η τιμιότητα του υποψήφιου βουλευτή. Μας ένοιαζε σχεδόν πάντα η ικανοποίηση των προσωπικών μας επιθυμιών. Σαφώς όλοι οι βουλευτές δεν μπορούν να μπουν στην ίδια κατηγορία. Από την άλλη πλευρά όμως, πληρώνουν τις συνέπειες της διαφθοράς, της πολύχρονης ασυλίας τους, την πολιτική αγκύλωση ελέω πολιτικού κόστους, το γεγονός ότι ακόμη και στην κορύφωση της κρίσης, αποφάσεις λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες και ο κόσμος δεν γνωρίζει όλη την αλήθεια.
Ένα άλλο χρήσιμο συμπέρασμα έχει να κάνει με το ως τώρα μήνυμα των Αγανακτισμένων. Προς το παρόν, το µόνο µήνυµα που απευθύνουν στην κοινωνία είναι το εξής: η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν λειτουργεί, ‘δεν αντέχουμε άλλα μέτρα’. Αυτό το έχουν διατυπώσει πολλοί ως σήµερα. Από κόμματα μέχρι μαθητές και φοιτητές. Η διαφορά όμως με τους Αγανακτισμένους είναι ότι το διατυπώνουν την κατάλληλη στιγµή, κατά την οποία το σύνθημα αυτό τείνει να γίνει κυρίαρχο στην κοινή γνώµη. Με όρους πολιτικής, το σύνθημα των Αγανακτισμένων φαίνεται πως έχει αποκτήσει πλειοψηφικό ρεύμα. Σχετικά με την ταυτότητα των Αγανακτισμένων, το βέβαιο είναι πως δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Η ετερόκλητα του συνόλου είναι μεγάλη και στους κόλπους του συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετική κινητικότητα και αντιδράσεις, με διαφορετικό πολιτικό υπόβαθρο και κομματικές προτιμήσεις και εν τέλει με διαφορετικά βιώματα.
Αυτή η ετερόκλητη σύνθεση ίσως να είναι και το σημείο καμπής για την πορεία των Αγανακτισμένων. Και αυτό γιατί όλοι συμφωνούν στο ‘Φτάνει πια’ και στο ‘όχι άλλα άδικα μέτρα’. Όμως δε φτάνει μόνο η συμφωνία στα προφανή. Αν θέλουν οι Αγανακτισμένοι να περάσουν στο επόμενο στάδιο, πρέπει να προτάξουν κάποιες πολιτικές προτάσεις και η δράση τους να γίνει πιο οργανωμένη. Με τον τρόπο αυτό η επιρροή τους θα γίνει μεγαλύτερη. Για την έξοδο από την κρίση, πρέπει η πολιτική να βρει τη λύση. Οι πολιτικοί πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Θα πρέπει η οργή και η αντίδραση των Αγανακτισμένων να δώσει ώθηση στην κυβέρνηση και να εφαρμόσει πολιτικές που θα εγγυώνται την έξοδο από την κρίση, αλλά ταυτόχρονα θα είναι και δίκαιες και δεν θα βασίζονται σε οριζόντιες περικοπές και φορολογικές καταιγίδες. Θα πρέπει η οργή αυτή να αφυπνίσει και τα άλλα κόμματα και να συναισθανθούν την κρισιμότητα των στιγμών. Η 5η δόση θα μπει στα κρατικά ταμεία, όμως με την τροπή που έχει πάρει η οικονομική ύφεση και με τα μέτρα που παγώνουν την αγορά και τα εισοδήματα τίποτε δεν μπορεί από εδώ και στο εξής να θεωρείται δεδομένο.
Ένα άλλο χρήσιμο συμπέρασμα έχει να κάνει με το ως τώρα μήνυμα των Αγανακτισμένων. Προς το παρόν, το µόνο µήνυµα που απευθύνουν στην κοινωνία είναι το εξής: η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν λειτουργεί, ‘δεν αντέχουμε άλλα μέτρα’. Αυτό το έχουν διατυπώσει πολλοί ως σήµερα. Από κόμματα μέχρι μαθητές και φοιτητές. Η διαφορά όμως με τους Αγανακτισμένους είναι ότι το διατυπώνουν την κατάλληλη στιγµή, κατά την οποία το σύνθημα αυτό τείνει να γίνει κυρίαρχο στην κοινή γνώµη. Με όρους πολιτικής, το σύνθημα των Αγανακτισμένων φαίνεται πως έχει αποκτήσει πλειοψηφικό ρεύμα. Σχετικά με την ταυτότητα των Αγανακτισμένων, το βέβαιο είναι πως δεν αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο. Η ετερόκλητα του συνόλου είναι μεγάλη και στους κόλπους του συνυπάρχουν άνθρωποι με διαφορετική κινητικότητα και αντιδράσεις, με διαφορετικό πολιτικό υπόβαθρο και κομματικές προτιμήσεις και εν τέλει με διαφορετικά βιώματα.
Αυτή η ετερόκλητη σύνθεση ίσως να είναι και το σημείο καμπής για την πορεία των Αγανακτισμένων. Και αυτό γιατί όλοι συμφωνούν στο ‘Φτάνει πια’ και στο ‘όχι άλλα άδικα μέτρα’. Όμως δε φτάνει μόνο η συμφωνία στα προφανή. Αν θέλουν οι Αγανακτισμένοι να περάσουν στο επόμενο στάδιο, πρέπει να προτάξουν κάποιες πολιτικές προτάσεις και η δράση τους να γίνει πιο οργανωμένη. Με τον τρόπο αυτό η επιρροή τους θα γίνει μεγαλύτερη. Για την έξοδο από την κρίση, πρέπει η πολιτική να βρει τη λύση. Οι πολιτικοί πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Θα πρέπει η οργή και η αντίδραση των Αγανακτισμένων να δώσει ώθηση στην κυβέρνηση και να εφαρμόσει πολιτικές που θα εγγυώνται την έξοδο από την κρίση, αλλά ταυτόχρονα θα είναι και δίκαιες και δεν θα βασίζονται σε οριζόντιες περικοπές και φορολογικές καταιγίδες. Θα πρέπει η οργή αυτή να αφυπνίσει και τα άλλα κόμματα και να συναισθανθούν την κρισιμότητα των στιγμών. Η 5η δόση θα μπει στα κρατικά ταμεία, όμως με την τροπή που έχει πάρει η οικονομική ύφεση και με τα μέτρα που παγώνουν την αγορά και τα εισοδήματα τίποτε δεν μπορεί από εδώ και στο εξής να θεωρείται δεδομένο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;
Ο Κασσελάκης λοιπόν επιβεβαίωσε τα προγνωστικά του πρώτου γύρου και είναι από χθες ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ειπωθεί πολλά τα οποί...
-
Λίγο πριν τις εκλογές, και ενώ η πόλωση και η αντιπαράθεση μεγαλώνουν, πολλοί πολίτες εμφανίζονται, και είναι πραγματικά, αναποφάσισ...
-
Τα Χριστούγεννα ανέκαθεν ήταν η αγαπημένη μου εποχή (μαζί με το καλοκαιράκι βεβαίως). Σαν παιδί λάτρευα τούτες τις όμορφες μέρες αλλά δ...