Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, με αφορμή την ως τώρα στάση που είχαν επιδείξει οι ηγέτες της ευρωζώνης, ήταν οι αναμενόμενες. Μεγάλος κερδισμένος της Συνόδου ήταν αδιαμφισβήτητα η Άνγκελα Μέρκελ η οποία υποχρέωσε τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης να υιοθετήσουν το σφιχτό ‘γερμανικό κοστούμι’ αν θέλουν να παραμείνουν στο κοινό νόμισμα. Τα κράτη – μέλη θα υποχρεωθούν πλέον σε μια σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ στον αντίποδα δεν υπάρχει καμία αναφορά στη δημιουργία ανάπτυξης στα συμπεράσματα των Ευρωπαίων ηγετών. Γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα ενός νέου δημοσιονομικού συμβολαίου καθώς και για ενισχυμένο συντονισμό σε θέματα οικονομικής πολιτικής. Ακόμα, αναφέρεται η ανάγκη για ενίσχυση των διαθέσιμων εργαλείων σταθερότητας ώστε να αντιμετωπιστούν οι βραχυπρόθεσμες προκλήσεις. Όλα αυτά έχουμε επαναλάβει πως έπρεπε από καιρό να έχουν θεσπιστεί, όμως οι αποφάσεις της Συνόδου ουδεμία ρήξη πραγματοποιούν με τις αγορές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στο κείμενο αποφάσεων δεν υπάρχει καμία αναφορά για μια προοπτική έκδοσης ευρωομολόγων έστω «σε βάθος χρόνου», μέτρο που πρότειναν ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο και το απέρριψε αμέσως η Α. Μέρκελ.
Στα συμπεράσματα της Συνόδου τονίζεται ότι πλέον οι προϋπολογισμοί των κρατών-μελών πρέπει να είναι ισοσκελισμένοι ή πλεονασματικοί. Η αρχή αυτή θα θεωρείται ότι τηρείται αν το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα δεν υπερβαίνει το 0,5 % του ονομαστικού ΑΕΠ. Ο κανόνας αυτός θα περιληφθεί στα νομικά συστήματα των κρατών-μελών σε συνταγματικό ή ισοδύναμο επίπεδο και θα περιλαμβάνει διορθωτικό μηχανισμό, ο οποίος θα ενεργοποιείται σε περίπτωση απόκλισης. Αναγνωρίζεται ακόμα, η δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να επιβεβαιώσει τη μεταφορά του κανόνα αυτού σε εθνικό επίπεδο. Επίσης, θα ενισχυθούν οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία δημιουργίας υπερβολικού ελλείμματος. Μόλις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ένα κράτος-μέλος έχει παραβιάσει το όριο του 3% του ΑΕΠ, θα ακολουθούν αυτόματα κυρώσεις, εκτός αν αντιταχθεί ειδική πλειοψηφία των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Ο ορισμός του κριτηρίου του χρέους (60% του ΑΕΠ) θα πρέπει να κατοχυρωθεί στις νέες διατάξεις. Επιπροσθέτως, ο νέος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα τεθεί σε ισχύ τον Ιούλιο 2012, ενώ τον προσεχή Μάρτιο θα επανεξεταστεί η επάρκεια του συνολικού ανωτάτου ορίου του EFSF|ΕΜΣ που ανέρχεται σε 500 δισ. ευρώ.
Οι παραπάνω αποφάσεις δεν μοιάζουν ικανές να πραγματοποιήσουν ρήξεις και να βάλουν φρένο στις αγορές και στους κερδοσκόπους. Η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία αναμένεται να φέρει περισσότερους φόρους, ανεργία και εν τέλει περιθωριοποίηση των αδύναμων κρατών και άνοιγμα της ψαλίδας πλουσίων και μικρομεσαίας τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντί για την τιθάσευση των αγορών και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, επελέγη ο εγκλεισμός της Ευρώπης σε διαρκή δημοσιονομική τροχιά , επισημοποιήθηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική και η απόρριψη κάθε μέτρου που θα μπορούσε να ανακόψει την κρίση και να λειτουργήσει υπέρ των πολλών. H Σύνοδος κορυφής δεν έβγαλε σχέδιο ενίσχυσης της ΕΕ και της ευρωζώνης. Είναι μια ακόμα απόφαση κατώτερη των περιστάσεων και δείχνει για ακόμη μια φορά ξεκάθαρα ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία είναι απούσα σε μια τόσο σημαντική στιγμή για το μέλλον της Ευρώπης και του Ευρώ. Εάν επιμείνουν σε αυτό το δρόμο το δίδυμο Μέρκελ - Σαρκοζί, απειλείται όχι μόνο η κοινωνική συνοχή, αλλά και το εγχείρημα της ευρωζώνης.
Σχολιασμός της πολιτικής επικαιρότητας, ανάρτηση πολιτικών, ιδεολογικών και θεωρητικών κειμένων καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο χρήζει σχολιασμού!
Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011
ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΗ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ;
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας δείχνουν τα ποσοστά του δικομματισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πιστοποιούν τη ραγδαία άνοδο της Αριστεράς και την ταυτόχρονη καθίζηση του ΠΑΣΟΚ ενώ το σενάριο για ένα μελλοντικά πολυκομματικό κοινοβούλιο φαντάζει πολύ πιθανό. Αθροιζόμενα όλα τα παραπάνω δεδομένα, μαζί και με τα εσωκομματικά προβλήματα που ταλανίζουν τη ΝΔ και σε μεγαλύτερο βαθμό το ΠΑΣΟΚ, έχουν φέρει στο προσκήνιο της καθημερινής ατζέντας συζητήσεις περί της δυνατότητας ή μη, σχηματισμού νέου πολιτικού κόμματος. Αυτή η συζήτηση έχει πυροδοτηθεί και από έναν άλλο ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα: το κόμμα του ‘κανένα’ αλλά και η αδιευκρίνιστη ψήφος κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Μια ολοένα αυξανόμενη μερίδα πολιτών στην ερώτηση «ποιο κόμμα είναι ικανό να βγάλει τη χώρα από την κρίση» απαντά «κανένα». Κάποιος μπορεί βεβιασμένα να θεωρήσει την παραπάνω απάντηση των πολιτών ως μια ένδειξη αδιαφορίας ή μια τάση για αποχή από τις ερχόμενες εκλογές. Όμως η αλήθεια είναι ότι εδώ και αρκετούς μήνες η νομιμοποίηση και η αποδοχή του πολιτικού συστήματος αγγίζουν μηδενικά ποσοστά στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρότατη μεταπολεμική παράδοση κοινοβουλευτικής ιδεολογίας των μαζών, περνάει σταδιακά στο αντίθετο άκρο, αυτό της απονομιμοποίησης των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και θεσμών. Είτε οι θεσμοί αυτοί είναι τα κόμματα, είτε τα συνδικάτα, είτε ακόμα και η τοπική αυτοδιοίκηση. Όλοι εκείνοι που μιλούν για το τέλος της Μεταπολίτευσης και του υπάρχοντος κομματικού συστήματος, εκφράζουν ταυτόχρονα το αίτημα για μια νέα μεταπολίτευση. Με άλλα λόγια, εκφράζουν την ανάγκη για τη χάραξη μιας νέας πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας και για μετασχηματισμό της κοινωνίας που όλα αυτά μαζί θα λειτουργήσουν λυτρωτικά για τη χώρα. Με μια πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η καταφανέστατη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που εκτυλίσσεται προσφέρει μια ασφαλή βάση για τη συγκρότηση νέων πολιτικών δυνάμεων ή κομμάτων, καθώς ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κινούνται πλέον ως φαίνεται εκτός της παραδοσιακής πολιτικής εκπροσώπησης. Ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποια πολιτικά κόμματα δημιουργηθούν αυτομάτως θα αλλάξουν τη σημερινή μορφή της κομματικής γεωγραφίας.
Το μέγεθος του «κύματος δυσαρέσκειας» στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η δυσπιστία δεν προέρχεται μόνο από τα «συνήθη άκρα» του πολιτικού συστήματος, αλλά προέρχεται και από ομάδες που χαρακτηρίζονται από έναν ήπιο προοδευτισμό ή συντηρητισμό και, κατά μια έννοια, βρίσκονται στη συστημική καρδιά της ελληνικής κοινωνίας. Η δυσαρέσκεια προέρχεται από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, είναι διακομματική και διαταξική. Δεν είμαστε σε θέση να μπορούμε να πούμε αν πρέπει ή όχι να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα. Αυτό εξάλλου προκύπτει από τις αναγκαιότητες της ίδιας της κοινωνίας και όχι από τα καπρίτσια και τις αρχηγικές τάσεις επίδοξων σωτήρων. Όμως για να μπορέσει να σταθεί ένας νέος πολιτικός σχηματισμός, θα πρέπει να πληροί τρεις ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις: να έχει χαρισματική πολιτική ηγεσία, να παράγει έναν καινοτόμο και ριζοσπαστικό προγραμματικό λόγο, και τέλος να μην έχει ένα οργανωτικό μέγεθος που θα το καθιστά αρτηριοσκληρωτικό. Η τριπλή αυτή συνθήκη είναι η βάση για τη μακροημέρευση ενός πιθανού νέου κόμματος. Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αρκετά κόμματα, θέλοντας ενδόμυχα να παραμείνουν συνεχιστές των υφιστάμενων κομμάτων και πιστοί αντιγραφείς τους εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν πιο γρήγορα απ’ ότι θα περίμενε και ο πιο πιστός οπαδός του δικομματισμού.
Η Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρότατη μεταπολεμική παράδοση κοινοβουλευτικής ιδεολογίας των μαζών, περνάει σταδιακά στο αντίθετο άκρο, αυτό της απονομιμοποίησης των κοινωνικών αντιπροσωπευτικών οργανώσεων και θεσμών. Είτε οι θεσμοί αυτοί είναι τα κόμματα, είτε τα συνδικάτα, είτε ακόμα και η τοπική αυτοδιοίκηση. Όλοι εκείνοι που μιλούν για το τέλος της Μεταπολίτευσης και του υπάρχοντος κομματικού συστήματος, εκφράζουν ταυτόχρονα το αίτημα για μια νέα μεταπολίτευση. Με άλλα λόγια, εκφράζουν την ανάγκη για τη χάραξη μιας νέας πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας και για μετασχηματισμό της κοινωνίας που όλα αυτά μαζί θα λειτουργήσουν λυτρωτικά για τη χώρα. Με μια πρώτη ματιά, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η καταφανέστατη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που εκτυλίσσεται προσφέρει μια ασφαλή βάση για τη συγκρότηση νέων πολιτικών δυνάμεων ή κομμάτων, καθώς ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κινούνται πλέον ως φαίνεται εκτός της παραδοσιακής πολιτικής εκπροσώπησης. Ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποια πολιτικά κόμματα δημιουργηθούν αυτομάτως θα αλλάξουν τη σημερινή μορφή της κομματικής γεωγραφίας.
Το μέγεθος του «κύματος δυσαρέσκειας» στο εσωτερικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η δυσπιστία δεν προέρχεται μόνο από τα «συνήθη άκρα» του πολιτικού συστήματος, αλλά προέρχεται και από ομάδες που χαρακτηρίζονται από έναν ήπιο προοδευτισμό ή συντηρητισμό και, κατά μια έννοια, βρίσκονται στη συστημική καρδιά της ελληνικής κοινωνίας. Η δυσαρέσκεια προέρχεται από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, είναι διακομματική και διαταξική. Δεν είμαστε σε θέση να μπορούμε να πούμε αν πρέπει ή όχι να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα. Αυτό εξάλλου προκύπτει από τις αναγκαιότητες της ίδιας της κοινωνίας και όχι από τα καπρίτσια και τις αρχηγικές τάσεις επίδοξων σωτήρων. Όμως για να μπορέσει να σταθεί ένας νέος πολιτικός σχηματισμός, θα πρέπει να πληροί τρεις ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις: να έχει χαρισματική πολιτική ηγεσία, να παράγει έναν καινοτόμο και ριζοσπαστικό προγραμματικό λόγο, και τέλος να μην έχει ένα οργανωτικό μέγεθος που θα το καθιστά αρτηριοσκληρωτικό. Η τριπλή αυτή συνθήκη είναι η βάση για τη μακροημέρευση ενός πιθανού νέου κόμματος. Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αρκετά κόμματα, θέλοντας ενδόμυχα να παραμείνουν συνεχιστές των υφιστάμενων κομμάτων και πιστοί αντιγραφείς τους εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν πιο γρήγορα απ’ ότι θα περίμενε και ο πιο πιστός οπαδός του δικομματισμού.
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011
ΑΝΗΣΥΧΕΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑΣ
Με το σχηματισμό της μεταβατικής κυβέρνησης Παπαδήμου, ο ΛΑ.Ο.Σ από αντιπολιτευτικό κόμμα μετατράπηκε σε ένα βράδυ σε κυβερνητικό εταίρο. Η συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ στην κυβέρνηση έφερε για ακόμη μια φορά στην επιφάνεια ένα θέμα που συζητείται εδώ και καιρό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και δεν είναι άλλο από την άνοδο που έχουν σημειώσει τα τελευταία χρόνια τα κόμματα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Εκτός από την Ελλάδα, με τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ στη νεόκοπη κυβέρνηση, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες η εκλογική άνοδος αυτών των κομμάτων είναι εντυπωσιακή: Στις ευρωεκλογές του 2009, το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας ανέβασε αισθητά το εκλογικό του ποσοστό (14,8% από 6,8%). Ακόμα, στις εκλογές του Απριλίου στην Φινλανδία, το ακροδεξιό κόμμα «Αληθινοί Φιλανδοί» κέρδισε το 19,1 % των ψήφων και έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στην φιλανδική βουλή. Η πολιτική παρουσία όμως των ακροδεξιών κομμάτων είναι αισθητή σε ολόκληρη την Σκανδιναβία. Στη Νορβηγία το ακροδεξιό κόμμα «Πρόοδος» είχε καταφέρει να αποσπάσει το 22,9 % των ψήφων το 2009 με μια επιθετική καμπάνια εναντίον των μεταναστών. Εκτός της σκανδιναβικής χερσονήσου, τα ακροδεξιά κόμματα κερδίζουν όλο και περισσότερη πολιτική επιρροή. Στην Ολλανδία το ακροδεξιό κόμμα της Ελευθερίας κατέχει 24 έδρες στην Βουλή, ενώ στην Αυστρία η ακροδεξιά, που βρισκόταν σε πτώση ύστερα από το εντυπωσιακό 24% του 1999, φαίνεται να επανέρχεται και να ασκεί όλο και μεγαλύτερη επιρροή ιδιαίτερα στους νέους ψηφοφόρους, μιας και στις ευρωεκλογές του ’09 απέσπασε ποσοστό 12,7%.
Τα παραδείγματα των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων και των κομμάτων του ακροδεξιού χώρου που κατέγραψαν σημαντικά ποσοστά στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν εξαντλούνται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά να προσθέταμε την περίπτωση του υπερεθνικιστικού και αντισημιτικού κόμματος της ‘Μεγάλης Ρουμανίας’ (8,6%), το οποίο, μετά από απουσία ορισμένων ετών από την εθνική πολιτική σκηνή επανήλθε, μέσω Ευρώπης, στο πολιτικό προσκήνιο, όπως και εκείνη του ξενοφοβικού Βρετανικού Εθνικού Κόμματος που αύξησε τις δυνάμεις του σε σχέση με το εκλογικό ποσοστό του το 2004 (6,2% από 4,9%). Η ακροδεξιά στην Ευρώπη κερδίζει συνεχώς έδαφος συνδυάζοντας τη λαϊκίστικη ρητορεία με λόγια μίσους εναντίον κάθε μορφής διαφορετικότητας. Πλέον η ιδεολογία του μίσους δεν παρουσιάζει το αληθινό πρόσωπο της αλλά κρύβεται επιδέξια πίσω από δηλώσεις περί προστασίας της κοινωνίας και διατήρηση των παραδοσιακών αξιών. Η ιδεολογία αυτών των κομμάτων καλύπτεται συχνά με «ριζοσπαστικές» ιδέες και προτάσεις ενώ συχνά παρουσιάζονται ως υπερασπιστές των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και των μη προνομιούχων. Μετά το 1989 όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν και ο νεοφιλελευθερισμός αναδήθηκε ως η μόνη εναλλακτική, η άκρα δεξιά εμφανίστηκε με έναν «λαϊκιστικό» πολιτικό λόγο, και μπροστά στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης επικεντρώθηκε στην υπεράσπιση του εθνικού κράτους και των εκάστοτε εθνικών συνόρων. Η ακροδεξιά διεκδίκησε και σε αρκετές περιπτώσεις πέτυχε, να γίνει προστάτης των φτωχών, στρέφοντας συγχρόνως τα βέλη της κατά των μεταναστών και της πολιτισμικότητας των κοινωνιών του μεταδιπολικού κόσμου.
Με τη γενικότερη κρίση που μαστίζει την Ευρώπη, αλλά και την απουσία ισχυρής ευρωπαϊκής θέλησης από τις κυβερνητικές ελίτ, πολλοί πολίτες έχουν χάσει την πίστη τους στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και η ακροδεξιά βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει την ιδεολογία και των ευρωσκεπτικισμό της. Όπως προκύπτει από πολλές μελέτες, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εργατών και νεαρών, στρέφεται και εν πολλοίς ασπάζεται τις ακροδεξιές ιδέες. Σε αυτή την στροφή που πραγματοποιείται συντελεί καθοριστικά η άνοδος του ισλαμισμού, και σε δεύτερη φάση η ραγδαία επιρροή των παγκόσμιων αγορών, οι οποίες εκλαμβάνονται ως απειλή και «ενώνουν» όλο και πιο πολλούς ψηφοφόρους. Οι νέοι σε όλη την Ευρώπη έχουν χάσει την πίστη τους στην κυβέρνησή τους, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το δικαστικό σύστημα. Οι νέοι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από τα παραδοσιακά κόμματα και τους εκπροσώπους τους και βλέπουν με συμπάθεια τους λαϊκιστικούς σχηματισμούς. Αν μη τι άλλο, η άνοδος της ακροδεξιάς ανησυχεί διότι οι ξενοφοβικές και ακραίες θέσεις της βρίσκουν όλο και πιο πρόσφορο έδαφος και είναι πιθανό να οξύνουν το ήδη τεταμένο κλίμα και να καλλιεργήσουν τη μισαλλοδοξία, σε μια Ευρώπη που παρακολουθεί αμέτοχη τις εξελίξεις.
Τα παραδείγματα των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων και των κομμάτων του ακροδεξιού χώρου που κατέγραψαν σημαντικά ποσοστά στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν εξαντλούνται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά να προσθέταμε την περίπτωση του υπερεθνικιστικού και αντισημιτικού κόμματος της ‘Μεγάλης Ρουμανίας’ (8,6%), το οποίο, μετά από απουσία ορισμένων ετών από την εθνική πολιτική σκηνή επανήλθε, μέσω Ευρώπης, στο πολιτικό προσκήνιο, όπως και εκείνη του ξενοφοβικού Βρετανικού Εθνικού Κόμματος που αύξησε τις δυνάμεις του σε σχέση με το εκλογικό ποσοστό του το 2004 (6,2% από 4,9%). Η ακροδεξιά στην Ευρώπη κερδίζει συνεχώς έδαφος συνδυάζοντας τη λαϊκίστικη ρητορεία με λόγια μίσους εναντίον κάθε μορφής διαφορετικότητας. Πλέον η ιδεολογία του μίσους δεν παρουσιάζει το αληθινό πρόσωπο της αλλά κρύβεται επιδέξια πίσω από δηλώσεις περί προστασίας της κοινωνίας και διατήρηση των παραδοσιακών αξιών. Η ιδεολογία αυτών των κομμάτων καλύπτεται συχνά με «ριζοσπαστικές» ιδέες και προτάσεις ενώ συχνά παρουσιάζονται ως υπερασπιστές των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και των μη προνομιούχων. Μετά το 1989 όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν και ο νεοφιλελευθερισμός αναδήθηκε ως η μόνη εναλλακτική, η άκρα δεξιά εμφανίστηκε με έναν «λαϊκιστικό» πολιτικό λόγο, και μπροστά στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης επικεντρώθηκε στην υπεράσπιση του εθνικού κράτους και των εκάστοτε εθνικών συνόρων. Η ακροδεξιά διεκδίκησε και σε αρκετές περιπτώσεις πέτυχε, να γίνει προστάτης των φτωχών, στρέφοντας συγχρόνως τα βέλη της κατά των μεταναστών και της πολιτισμικότητας των κοινωνιών του μεταδιπολικού κόσμου.
Με τη γενικότερη κρίση που μαστίζει την Ευρώπη, αλλά και την απουσία ισχυρής ευρωπαϊκής θέλησης από τις κυβερνητικές ελίτ, πολλοί πολίτες έχουν χάσει την πίστη τους στα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και η ακροδεξιά βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να εκφράσει την ιδεολογία και των ευρωσκεπτικισμό της. Όπως προκύπτει από πολλές μελέτες, ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εργατών και νεαρών, στρέφεται και εν πολλοίς ασπάζεται τις ακροδεξιές ιδέες. Σε αυτή την στροφή που πραγματοποιείται συντελεί καθοριστικά η άνοδος του ισλαμισμού, και σε δεύτερη φάση η ραγδαία επιρροή των παγκόσμιων αγορών, οι οποίες εκλαμβάνονται ως απειλή και «ενώνουν» όλο και πιο πολλούς ψηφοφόρους. Οι νέοι σε όλη την Ευρώπη έχουν χάσει την πίστη τους στην κυβέρνησή τους, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το δικαστικό σύστημα. Οι νέοι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι από τα παραδοσιακά κόμματα και τους εκπροσώπους τους και βλέπουν με συμπάθεια τους λαϊκιστικούς σχηματισμούς. Αν μη τι άλλο, η άνοδος της ακροδεξιάς ανησυχεί διότι οι ξενοφοβικές και ακραίες θέσεις της βρίσκουν όλο και πιο πρόσφορο έδαφος και είναι πιθανό να οξύνουν το ήδη τεταμένο κλίμα και να καλλιεργήσουν τη μισαλλοδοξία, σε μια Ευρώπη που παρακολουθεί αμέτοχη τις εξελίξεις.
Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011
Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η μεταβατική κυβέρνηση Παπαδήμου, ουσιαστικά εντός κοινοβουλίου η μόνη αντιπολίτευση είναι τα κόμματα της Αριστεράς. Αν συνυπολογιστεί το αντιπολιτευτικό σφυροκόπημα που δέχθηκε ο νέος Πρωθυπουργός τις πρώτες μέρες στη Βουλή, αλλά και η απαισιοδοξία που νιώθουν οι πολίτες με την οικονομική κατάσταση της χώρας , μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν την ευκαιρία να αυξήσουν σημαντικά την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κόμματα της Αριστεράς ήταν για χρόνια στην κατάψυξη. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ιδεολογική υποχώρηση της αριστεράς ήταν συντριπτική. Κάθε αναφορά στον σοσιαλισμό "ποινικοποιήθηκε" ηθικά, ιδεολογικά και πολιτικά, και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός εκλήφθηκε ως το μόνο ρεαλιστικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, στο οποίο μόνο επιμέρους αλλαγές είναι δυνατές. Τα αριστερά κόμματα, και κυρίως τα κομμουνιστικά, πέρασαν μια πρωτοφανή ιδεολογική, οργανική και εκλογική κρίση, και πλέον έπρεπε να δράσουν σε έναν μονοπολικό κόσμο, στον οποίο κανένας πλέον δεν μιλούσε για την κατάργηση του καπιταλισμού, τη ρύθμιση των δυσλειτουργιών ή τον περιορισμό των υπερβολών του, ή ακόμα και την απλή περιστολή των πιο κατάφορα καταστροφικών κοινωνικών αποτελεσμάτων του.
Ένα γεγονός που αποτέλεσε για χρόνια αιτία προστριβής ανάμεσα στα κόμματα της αριστεράς ήταν, και συνεχίζει να είναι, η Ευρώπη με την ευρεία οικονομική, πολιτική και γεωπολιτική έννοια. Στη φάση που έχει φτάσει η Ευρώπη, στο αποκορύφωμα της κρίσης, με ισχυρές οικονομίες όπως η Ιταλική και η Γαλλική να βρίσκονται υπό άμεση απειλή, οι νεοφιλελεύθερες συνταγές που χρόνια ακολουθούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ, δείχνουν να βρίσκονται στα όριά τους. Τα κόμματα της αριστεράς έχουν υιοθετήσει μια αιχμηρή κριτική του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και μια απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού. Καταδικάζουν τις πολιτικές λιτότητας και επιθυμούν μια άλλη Ευρώπη, κοινωνική, δημοκρατική με βάση της την αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Απέναντι στο μονόδρομο της λιτότητας, το παράδοξο είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν αμήχανα. Δεν έχουν προβεί σε συνολικές και ρεαλιστικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση. Και είναι παράδοξο, καθώς με την ευρωπαϊκή ενοποίηση δόθηκε στα αριστερά κόμματα η ευκαιρία κοινής συλλογικής δράσης μέσα από δίκτυα, η συνεργασία και η αλληλεπίδραση με τα νέα κοινωνικά κινήματα. Αντ’ αυτού, πέρα από κάποιες σπασμωδικές εξαιρέσεις, το ευρωπαϊκό μέτωπο της αριστεράς δεν φαίνεται να είναι συμπαγές.
Στην παρούσα φάση, κατά την οποία η οικονομική κρίση δείχνει τις αντιφάσεις και τα όρια του νεοφιλελευθερισμού και του άκρατου καπιταλισμού, όπου φαίνεται η αδυναμία της Ε.Ε να σταματήσει τους κερδοσκόπους, τους οποίους τα κράτη – μέλη έθρεψαν και γιγάντωσαν, τα κόμματα της αριστεράς μοιάζουν να βρίσκονται σε μια πολιτική αφασία: Ενώ η περίοδος αυτή είναι ευνοϊκά για εκείνα, αντί να σημειώσουν ενίσχυση των δυνάμεων τους και να φαντάζουν ως ένας εναλλακτικός πόλος εξουσίας, εκείνα πολιτικά αμήχανα παρακολουθούν τις εξελίξεις. Σε μια ενοποιημένη Ευρώπη, για όσο αυτή παραμείνει, τα κόμματα της αριστεράς πρέπει να ενοποιηθούν πολιτικά και οργανωτικά και να αποτελέσουν αντίβαρο απέναντι στην ιδεολογία της ευρωπαϊκής ελίτ. Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, τα κόμματα της αριστεράς έχουν την ευκαιρία να αρθρώσουν έναν υλοποιήσιμο ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, που θα δίνει διέξοδο απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που δείχνουν να απλώνονται πάνω από όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Αν η Αριστερά συνεχίσει τις ατέρμονες ιδεολογικές αναζητήσεις και τις εσωκομματικές προστριβές, τότε θα έχει χάσει μια ιστορική ευκαιρία.
Ένα γεγονός που αποτέλεσε για χρόνια αιτία προστριβής ανάμεσα στα κόμματα της αριστεράς ήταν, και συνεχίζει να είναι, η Ευρώπη με την ευρεία οικονομική, πολιτική και γεωπολιτική έννοια. Στη φάση που έχει φτάσει η Ευρώπη, στο αποκορύφωμα της κρίσης, με ισχυρές οικονομίες όπως η Ιταλική και η Γαλλική να βρίσκονται υπό άμεση απειλή, οι νεοφιλελεύθερες συνταγές που χρόνια ακολουθούσαν οι ευρωπαϊκές ελίτ, δείχνουν να βρίσκονται στα όριά τους. Τα κόμματα της αριστεράς έχουν υιοθετήσει μια αιχμηρή κριτική του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και μια απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού. Καταδικάζουν τις πολιτικές λιτότητας και επιθυμούν μια άλλη Ευρώπη, κοινωνική, δημοκρατική με βάση της την αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Απέναντι στο μονόδρομο της λιτότητας, το παράδοξο είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο δείχνουν αμήχανα. Δεν έχουν προβεί σε συνολικές και ρεαλιστικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση. Και είναι παράδοξο, καθώς με την ευρωπαϊκή ενοποίηση δόθηκε στα αριστερά κόμματα η ευκαιρία κοινής συλλογικής δράσης μέσα από δίκτυα, η συνεργασία και η αλληλεπίδραση με τα νέα κοινωνικά κινήματα. Αντ’ αυτού, πέρα από κάποιες σπασμωδικές εξαιρέσεις, το ευρωπαϊκό μέτωπο της αριστεράς δεν φαίνεται να είναι συμπαγές.
Στην παρούσα φάση, κατά την οποία η οικονομική κρίση δείχνει τις αντιφάσεις και τα όρια του νεοφιλελευθερισμού και του άκρατου καπιταλισμού, όπου φαίνεται η αδυναμία της Ε.Ε να σταματήσει τους κερδοσκόπους, τους οποίους τα κράτη – μέλη έθρεψαν και γιγάντωσαν, τα κόμματα της αριστεράς μοιάζουν να βρίσκονται σε μια πολιτική αφασία: Ενώ η περίοδος αυτή είναι ευνοϊκά για εκείνα, αντί να σημειώσουν ενίσχυση των δυνάμεων τους και να φαντάζουν ως ένας εναλλακτικός πόλος εξουσίας, εκείνα πολιτικά αμήχανα παρακολουθούν τις εξελίξεις. Σε μια ενοποιημένη Ευρώπη, για όσο αυτή παραμείνει, τα κόμματα της αριστεράς πρέπει να ενοποιηθούν πολιτικά και οργανωτικά και να αποτελέσουν αντίβαρο απέναντι στην ιδεολογία της ευρωπαϊκής ελίτ. Τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, τα κόμματα της αριστεράς έχουν την ευκαιρία να αρθρώσουν έναν υλοποιήσιμο ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο, που θα δίνει διέξοδο απέναντι στις πολιτικές λιτότητας που δείχνουν να απλώνονται πάνω από όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Αν η Αριστερά συνεχίσει τις ατέρμονες ιδεολογικές αναζητήσεις και τις εσωκομματικές προστριβές, τότε θα έχει χάσει μια ιστορική ευκαιρία.
Η ΚΡΙΣΗ ΔΙΑΧΕΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ
Όπως έχει αναφερθεί και παλαιότερα σ’ αυτή εδώ τη στήλη, το παγκόσμιο σύστημα έχει εξελιχθεί σε κοσμοσύστημα και η οικονομία που κυριαρχεί στον κόσμο είναι η καπιταλιστική κοσμοοικονομία. Όταν μιλούμε για κοσμοσύστημα εννοούμε έναν κόσμο συνδεδεμένο μέσω πολύπλοκων δικτύων οικονομικών σχέσεων ανταλλαγής (παγκόσμια οικονομία ) στον οποίο κυριαρχεί η διχοτόμηση κεφαλαίου- εργασίας, η ατέρμονη συσσώρευση κεφαλαίου μεταξύ ανταγωνιστικών δρώντων και εν τέλει δημιουργείται μιας συνεχής διαμάχη και τριβή μεταξύ αυτών των δρώντων. Η καπιταλιστική κοσμοοικονομία χρειάζεται τα κράτη, χρειάζεται το διακρατικό σύστημα και την περιοδική ανάδυση και εναλλαγή ηγεμονικών δυνάμεων. Προτεραιότητα της κοσμοοικονομίας δεν είναι η διατήρηση της ηγεμονίας, αλλά η αέναη συσσώρευση κεφαλαίου, η οποία μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει ένα διαρκώς εναλλασσόμενο σύνολο πολιτικών και πολιτισμικών κατισχύσεων, μες στο οποίο μπορούν να ελίσσονται οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας μεν την υποστήριξη των κρατών, αλλά και προσπαθώντας πάντοτε να ξεφύγουν από την επιβολή τους.
Το κοσμοσύστημα αποτελείται από τις χώρες του Πυρήνα, της Ημιπεριφέρειας, της Περιφέρειας ενώ υπάρχουν και οι εξωτερικές χώρες. Οι κατηγορίες περιγράφουν τη θέση κάθε περιοχής στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και ορισμένα εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Τα κράτη του Πυρήνα, έχουν τα μεγαλύτερα κεφάλαια παραγωγής, είναι στρατιωτικά ισχυρά, και διατηρούν ένα μεγάλο μέρος του πλεονάσματος του συνόλου της παγκόσμιας οικονομίας. Από την άλλη, οι περιοχές της περιφέρειας επικεντρώνονται σε σκληρή εργασία και εντατική παραγωγή και εξαγωγή των πρώτων υλών. Μεταξύ των δύο άκρων (πυρήνα-περιφέρειας), βρίσκονται οι ημιπεριφέρειες. Οι περιοχές αυτές αντιπροσωπεύουν είτε κεντρικές περιφέρειες που βρίσκονται σε παρακμή ή περιφέρειες οι οποίες επιχειρούν να βελτιώσουν τη θέση τους στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Από οικονομική άποψη, οι περιοχές αυτές διατηρήθηκαν περιορισμένες, αλλά μειώθηκε η πρόσβασή τους σε διεθνείς τράπεζες και στην παραγωγή υψηλού κόστους υψηλής ποιότητας μεταποιημένων προϊόντων. Σε αντίθεση με τις περιοχές του πυρήνα, όμως, απέτυχαν να κυριαρχήσουν στο διεθνές εμπόριο και, επομένως, δεν ωφελήθηκαν στον ίδιο βαθμό με τις περιοχές του πυρήνα. Οι περιοχές της Ημι-περιφέρειας εξαρτώνται λιγότερο από τα κράτη του Πυρήνα, σε σχέση με τις περιοχές της Περιφέρειας. Έχουν περισσότερο διαφοροποιημένη οικονομία και ισχυρότερη κράτη. Οι εξωτερικές περιοχές, διατηρούν κατά κάποιο τρόπο το δικό τους οικονομικό σύστημα και οι περισσότερες παραμένουν εκτός της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας.
Εδώ και πολλούς μήνες, η άποψη των ευρωπαίων εταίρων, ήταν ότι οι φτωχές και ‘προβληματικές’ χώρες του Νότου, δηλαδή οι χώρες της περιφέρειας, κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα το Ευρώ λόγω του μεγάλου δημοσίου χρέους τους. Οι χώρες αυτές κατηγορήθηκαν ότι λόγω της αδυναμίας τους για δημοσιονομική πειθαρχία, βάζουν σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να πετάξουν τις χώρες αυτές από το Ευρώ. Η χώρα μας και η Πορτογαλία αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα. Τώρα όμως η κρίση από την περιφέρεια διαχέεται στις χώρες του πυρήνα. Η Ιταλία με ένα ΑΕΠ της τάξης των 1,5 τρις ευρώ και ούσα η 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, βρίσκεται ένα βήμα από την οικονομική καταστροφή και την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης. Όταν όμως το δημόσιο χρέος της αγγίζει τα 1,9 τρις ευρώ, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός να ‘σηκώσει’ το ιταλικό πρόβλημα. Με την κατάσταση στην Ιταλία, αλλά και με το υποβόσκον πρόβλημα σε Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο και Γερμανία, συμπεραίνεται αυτό το οποίο φαινόταν εδώ και πολύ καιρό αλλά κάποιοι δεν ήθελαν και συνεχίζουν να μη θέλουν να το κοιτάξουν κατάματα: το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες είναι κατά βάση ευρωπαϊκό και όχι τόσο τοπικό. Το πρόβλημα χρέους απειλεί να καλύψει το σύνολο των μελών της ευρωζώνης και ακόμα και την ώρα αυτή λύσεις ριζοσπαστικές και αποφασιστικές δεν δίνονται από τις ηγεσίες. Αν συνεχιστεί η ηγεμονία των αγορών και η πολιτική ακινησία, σε λίγο καιρό το ερώτημα που μας έθεσαν οι εταίροι μας για παραμονή στο Ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή θα γίνει ευρωπαϊκό ζήτημα μιας και το μέλλον του ευρώ θα απειλείται σοβαρά και θα κινδυνεύσουν τα μέλη της ευρωζώνης με υποχρεωτική επιστροφή τους στα παλαιά εθνικά τους νομίσματα ή σε ένα νέο ευρώ δυο και παραπάνω ταχυτήτων.
Το κοσμοσύστημα αποτελείται από τις χώρες του Πυρήνα, της Ημιπεριφέρειας, της Περιφέρειας ενώ υπάρχουν και οι εξωτερικές χώρες. Οι κατηγορίες περιγράφουν τη θέση κάθε περιοχής στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς και ορισμένα εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά. Τα κράτη του Πυρήνα, έχουν τα μεγαλύτερα κεφάλαια παραγωγής, είναι στρατιωτικά ισχυρά, και διατηρούν ένα μεγάλο μέρος του πλεονάσματος του συνόλου της παγκόσμιας οικονομίας. Από την άλλη, οι περιοχές της περιφέρειας επικεντρώνονται σε σκληρή εργασία και εντατική παραγωγή και εξαγωγή των πρώτων υλών. Μεταξύ των δύο άκρων (πυρήνα-περιφέρειας), βρίσκονται οι ημιπεριφέρειες. Οι περιοχές αυτές αντιπροσωπεύουν είτε κεντρικές περιφέρειες που βρίσκονται σε παρακμή ή περιφέρειες οι οποίες επιχειρούν να βελτιώσουν τη θέση τους στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Από οικονομική άποψη, οι περιοχές αυτές διατηρήθηκαν περιορισμένες, αλλά μειώθηκε η πρόσβασή τους σε διεθνείς τράπεζες και στην παραγωγή υψηλού κόστους υψηλής ποιότητας μεταποιημένων προϊόντων. Σε αντίθεση με τις περιοχές του πυρήνα, όμως, απέτυχαν να κυριαρχήσουν στο διεθνές εμπόριο και, επομένως, δεν ωφελήθηκαν στον ίδιο βαθμό με τις περιοχές του πυρήνα. Οι περιοχές της Ημι-περιφέρειας εξαρτώνται λιγότερο από τα κράτη του Πυρήνα, σε σχέση με τις περιοχές της Περιφέρειας. Έχουν περισσότερο διαφοροποιημένη οικονομία και ισχυρότερη κράτη. Οι εξωτερικές περιοχές, διατηρούν κατά κάποιο τρόπο το δικό τους οικονομικό σύστημα και οι περισσότερες παραμένουν εκτός της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας.
Εδώ και πολλούς μήνες, η άποψη των ευρωπαίων εταίρων, ήταν ότι οι φτωχές και ‘προβληματικές’ χώρες του Νότου, δηλαδή οι χώρες της περιφέρειας, κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα το Ευρώ λόγω του μεγάλου δημοσίου χρέους τους. Οι χώρες αυτές κατηγορήθηκαν ότι λόγω της αδυναμίας τους για δημοσιονομική πειθαρχία, βάζουν σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να πετάξουν τις χώρες αυτές από το Ευρώ. Η χώρα μας και η Πορτογαλία αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα. Τώρα όμως η κρίση από την περιφέρεια διαχέεται στις χώρες του πυρήνα. Η Ιταλία με ένα ΑΕΠ της τάξης των 1,5 τρις ευρώ και ούσα η 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, βρίσκεται ένα βήμα από την οικονομική καταστροφή και την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης. Όταν όμως το δημόσιο χρέος της αγγίζει τα 1,9 τρις ευρώ, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός να ‘σηκώσει’ το ιταλικό πρόβλημα. Με την κατάσταση στην Ιταλία, αλλά και με το υποβόσκον πρόβλημα σε Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο και Γερμανία, συμπεραίνεται αυτό το οποίο φαινόταν εδώ και πολύ καιρό αλλά κάποιοι δεν ήθελαν και συνεχίζουν να μη θέλουν να το κοιτάξουν κατάματα: το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές χώρες είναι κατά βάση ευρωπαϊκό και όχι τόσο τοπικό. Το πρόβλημα χρέους απειλεί να καλύψει το σύνολο των μελών της ευρωζώνης και ακόμα και την ώρα αυτή λύσεις ριζοσπαστικές και αποφασιστικές δεν δίνονται από τις ηγεσίες. Αν συνεχιστεί η ηγεμονία των αγορών και η πολιτική ακινησία, σε λίγο καιρό το ερώτημα που μας έθεσαν οι εταίροι μας για παραμονή στο Ευρώ ή επιστροφή στη δραχμή θα γίνει ευρωπαϊκό ζήτημα μιας και το μέλλον του ευρώ θα απειλείται σοβαρά και θα κινδυνεύσουν τα μέλη της ευρωζώνης με υποχρεωτική επιστροφή τους στα παλαιά εθνικά τους νομίσματα ή σε ένα νέο ευρώ δυο και παραπάνω ταχυτήτων.
Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ
Φέτος , 38 χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η ιστορική μνήμη και το μήνυμά του αποκτούν ξεχωριστή σημασία. Απέναντι στους εξαιρετικά δύσκολους καιρούς που βιώνουμε, το σύνθημα «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ, στις χαλεπές ημέρες της κυριαρχίας των αγορών και της διαρκούς λιτότητας. Το 1973 ο εχθρός ήταν μια δικτατορία Συνταγματαρχών. Το 2011 ο εχθρός είναι η δικτατορία των αγορών, των κερδοσκόπων και όλων εκείνων που οδηγούν τους λαούς στην εξαθλίωση. Εκτός από την ανέχεια που έχει πλήξει την ελληνική κοινωνία, η ‘ξένη’ επιρροή – επιβολή στη χώρα μας όλο και μεγαλώνει ενώ 38 χρόνια μετά από την πτώση της χούντας φτάσαμε στο σημείο να ακούγονται σενάρια περί σχεδίου για επιβολή μιας νέας δικτατορίας. Για αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους το μήνυμα του Πολυτεχνείου είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Η χρονιά που διανύουμε είναι επίσης σημαντική και ταυτίζεται με το Πολυτεχνείο, καθώς τους μήνες που πέρασαν η γενιά του Πολυτεχνείου βάλλεται πανταχόθεν ως υπαίτιο της κακοδαιμονίας και των δεινών της χώρας. Ως ένα σημείο, ο παραπάνω ισχυρισμός είναι υπερβολικός, αλλά από την άλλη οφείλουμε να πούμε ότι η γενιά του Πολυτεχνείου έχει σοβαρές ευθύνες για την σημερινή κατάσταση της χώρας.
Οι άνθρωποι αυτής της γενιάς, ενώ δεν έζησαν τις τραγωδίες των γονιών τους, πέρασαν δύσκολα πρώτα χρόνια, ενώ μετά την πτώση της χούντας η μεγάλη πλειονότητα πέρασε στο στάδιο απόλαυσης των καρπών των θυσιών της. Η γενιά του Πολυτεχνείου έζησε όμορφα χρόνια καθώς ευτύχησε να έχει σύμμαχό της μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή και δημοκρατική Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις τα μέλη αυτής της γενιάς κατασπατάλησαν πολλά επειδή θεωρούσαν ότι αποτελούσε τη δίκαιη αμοιβή για όσα έκαναν. Οι πιο αυθεντικοί από τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου είναι εκείνοι που στα πρώιμα χρόνια της Μεταπολίτευσης επέλεξαν να ζήσουν αποστασιοποιημένοι από το πολιτικό προσκήνιο. Ένα μέρος των υπολοίπων εξαργύρωσαν τον αγώνα με βουλευτικά έδρανα, κοινωνική καταξίωση και διάφορες άλλες παροχές. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό, αλλά η γενιά του Πολυτεχνείου είχε την ευκαιρία να ανεβάσει την Ελλάδα επίπεδο όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, την οικονομία και την κοινωνία όμως δυστυχώς δεν το κατάφερε. Η γενιά αυτή έχασε την ευκαιρία διότι δεν κοίταξε τα μακροπρόθεσμα οφέλη αλλά τα ευκαιριακά κέρδη. Αντί να ισχυροποιήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, μετέτρεψε το Σύνταγμα και τους νόμους σε εργαλεία άσκησης λαϊκίστικης πολιτικής. Έπρεπε να σπάσει από την αρχή της επώασης εκείνους τους δεσμούς που κρατούσαν και συνεχίζουν να κρατούν άρρηκτο τον κοινωνικό ιστό, μετατρέποντάς τον σε δίκτυο εξυπηρέτησης μικροπολιτικών και συντεχνιακών συμφερόντων. Έτσι, μοιραία, η διαδρομή αυτής της γενιάς τελείωσε την εποχή των μνημονίων, του ΔΝΤ, της οικονομικής ανέχειας και της καταστροφής του πελατειακού κράτους.
Η ευημερία που απολαύσαμε τα περασμένα χρόνια, όπως έχουμε ξαναπεί στηρίχθηκε κατά βάση στα δανεικά, η πρόοδος ήταν πρόσκαιρη και ευκαιριακή, και γι’ αυτά φέρει μεγάλες ευθύνες η γενιά του Πολυτεχνείου. Και για να είμαστε ακριβής, όταν λέμε γενιά εννοούμε εκείνους που άθελά τους ή, το χειρότερο, ηθελημένα, καπηλεύτηκαν τον αγώνα χιλιάδων Ελλήνων για την προσωπική τους ανέλιξη και καταξίωση στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό στερέωμα. Η γενιά του Πολυτεχνείου αντέστρεψε την πορεία της χώρας προς τα εμπρός και έχει μέρος της ευθύνης για το ζοφερό μέλλον που διαγράφεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι σημερινοί άνεργοι 25άρηδες και 30άρηδες να αποτελούν μια χαμένη γενιά. Αν και έχουν πολλάκις κατηγορηθεί από τους μεγαλύτερους ότι δεν έχουν παλέψει για τίποτα και υπομένουν μοιρολατρικά τη μοίρα τους, το σίγουρο είναι ότι πληρώνουν σήμερα πολλές από τις επιλογές της γενιάς του Πολυτεχνείου.
Οι άνθρωποι αυτής της γενιάς, ενώ δεν έζησαν τις τραγωδίες των γονιών τους, πέρασαν δύσκολα πρώτα χρόνια, ενώ μετά την πτώση της χούντας η μεγάλη πλειονότητα πέρασε στο στάδιο απόλαυσης των καρπών των θυσιών της. Η γενιά του Πολυτεχνείου έζησε όμορφα χρόνια καθώς ευτύχησε να έχει σύμμαχό της μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή και δημοκρατική Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις τα μέλη αυτής της γενιάς κατασπατάλησαν πολλά επειδή θεωρούσαν ότι αποτελούσε τη δίκαιη αμοιβή για όσα έκαναν. Οι πιο αυθεντικοί από τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου είναι εκείνοι που στα πρώιμα χρόνια της Μεταπολίτευσης επέλεξαν να ζήσουν αποστασιοποιημένοι από το πολιτικό προσκήνιο. Ένα μέρος των υπολοίπων εξαργύρωσαν τον αγώνα με βουλευτικά έδρανα, κοινωνική καταξίωση και διάφορες άλλες παροχές. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό, αλλά η γενιά του Πολυτεχνείου είχε την ευκαιρία να ανεβάσει την Ελλάδα επίπεδο όσον αφορά το πολιτικό σύστημα, την οικονομία και την κοινωνία όμως δυστυχώς δεν το κατάφερε. Η γενιά αυτή έχασε την ευκαιρία διότι δεν κοίταξε τα μακροπρόθεσμα οφέλη αλλά τα ευκαιριακά κέρδη. Αντί να ισχυροποιήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, μετέτρεψε το Σύνταγμα και τους νόμους σε εργαλεία άσκησης λαϊκίστικης πολιτικής. Έπρεπε να σπάσει από την αρχή της επώασης εκείνους τους δεσμούς που κρατούσαν και συνεχίζουν να κρατούν άρρηκτο τον κοινωνικό ιστό, μετατρέποντάς τον σε δίκτυο εξυπηρέτησης μικροπολιτικών και συντεχνιακών συμφερόντων. Έτσι, μοιραία, η διαδρομή αυτής της γενιάς τελείωσε την εποχή των μνημονίων, του ΔΝΤ, της οικονομικής ανέχειας και της καταστροφής του πελατειακού κράτους.
Η ευημερία που απολαύσαμε τα περασμένα χρόνια, όπως έχουμε ξαναπεί στηρίχθηκε κατά βάση στα δανεικά, η πρόοδος ήταν πρόσκαιρη και ευκαιριακή, και γι’ αυτά φέρει μεγάλες ευθύνες η γενιά του Πολυτεχνείου. Και για να είμαστε ακριβής, όταν λέμε γενιά εννοούμε εκείνους που άθελά τους ή, το χειρότερο, ηθελημένα, καπηλεύτηκαν τον αγώνα χιλιάδων Ελλήνων για την προσωπική τους ανέλιξη και καταξίωση στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό στερέωμα. Η γενιά του Πολυτεχνείου αντέστρεψε την πορεία της χώρας προς τα εμπρός και έχει μέρος της ευθύνης για το ζοφερό μέλλον που διαγράφεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι σημερινοί άνεργοι 25άρηδες και 30άρηδες να αποτελούν μια χαμένη γενιά. Αν και έχουν πολλάκις κατηγορηθεί από τους μεγαλύτερους ότι δεν έχουν παλέψει για τίποτα και υπομένουν μοιρολατρικά τη μοίρα τους, το σίγουρο είναι ότι πληρώνουν σήμερα πολλές από τις επιλογές της γενιάς του Πολυτεχνείου.
Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011
ΤΙ ΦΕΡΝΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΠΑΠΑΔΗΜΟΥ
Μετά από αρκετές μέρες αβεβαιότητας και έντονης αίσθησης φαρσοκωμωδίας, ο σχηματισμός της νέας μεταβατικής κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης είναι γεγονός. Ο κ. Παπαδήμος επελέγη για τη θέση του μεταβατικού Πρωθυπουργού. Ας ξεκινήσουμε όμως από την αναφορά και ανάλυση κάποιων γεγονότων και προοπτικών που είναι ιδιαιτέρως σημαντικά. Η πτώση της κυβέρνησης του κ. Παπανδρέου είναι ως πολιτικό γεγονός πολύ σημαντικό, καθώς για δεύτερη μόλις φορά από τη Μεταπολίτευση ‘πέφτει’ κυβέρνηση. Η πρώτη ήταν εκείνη του κ. Μητσοτάκη. Η απερχόμενη κυβέρνηση στην ουσία προκάλεσε μόνη της την τύχη της: με την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, η ευρωπαϊκή πίεση προς τη χώρα μας έγινε αφόρητη και το τέλος της κυβέρνησης άρχισε να προδιαγράφεται. Εκτός από το δημοψήφισμα, οι σφοδρές αντιδράσεις της κοινής γνώμης απέναντι στην ασκούμενη οικονομική πολιτική έφερε το υπάρχον πολιτικό σύστημα προ τετελεσμένων γεγονότων. Ουσιαστικά η κοινή γνώμη λειτούργησε ως μοχλός πίεσης για την επίτευξη συνεννόησης ανάμεσα στα δυο κόμματα εξουσίας. Επίσης, η κοινή γνώμη έχει διαμορφώσει ένα ηγεμονικό αίσθημα απόρριψης της μνημονιακής πολιτικής και της συνεχιζόμενης υπογραφής νέων μνημονίων και αυτό το αίσθημα μιας και είναι δύσκολο να ανατραπεί στο άμεσο μέλλον, κινδυνεύει να ‘κάψει’ πολλές κυβερνήσεις και αρκετές πολιτικές ηγεσίες. Απ’ ότι φάνηκε, η αρχή έγινε με την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ένα σημαντικό γεγονός είναι η συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ στη νέα κυβέρνηση. Για πρώτη φορά η άκρα δεξιά συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να δώσει την ευκαιρία στο κόμμα να αποκτήσει ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, εξέλιξη η οποία είναι πιθανό να του δώσει καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα στις επόμενες εκλογές. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι αποδεδειγμένα σε συνθήκες φτώχιας και αβεβαιότητας ο πολιτικός λόγος της ακροδεξιάς απορροφάται πιο εύκολα από το εκλογικό σώμα, μπορούμε εύλογα να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια σοβαρή εξέλιξη με απρόβλεπτες διαστάσεις. Απούσα από τη μεταβατική κυβέρνηση είναι, όπως αναμενόταν, η Αριστερά. Η Δημοκρατική Αριστερά του κ. Κουβέλη εν τέλει δεν δέχθηκε να συμμετάσχει στο νέο σχήμα και άγνωστο παραμένει αν θα στηρίξει πραγματικά το έργο της νέας κυβέρνησης. Αν μη τι άλλο, η Αριστερά έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Θα μπορούσε να συμμετάσχει στο νέο μεταβατικό σχήμα και να καταστεί στα μάτια του εκλογικού σώματος ως μια υπεύθυνη δύναμη που αναλαμβάνει ένα μέρος της ευθύνης για λύση στο πολιτικό αδιέξοδο που περιήλθε η χώρα. Αντ’ αυτού επέτρεψε με την απουσία της τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ.
Μια σημαντική προοπτική που αναδεικνύεται από την παρούσα κατάσταση είναι οι μελλοντικές συμμετοχικές κυβερνήσεις. Το πολιτικό σύστημα μέχρι σήμερα, εκμεταλλευόμενο την κομματική πόλωση αλλά και τους ευνοϊκούς προς τις μονοκομματικές κυβερνήσεις εκλογικούς νόμους, δεν προσπάθησε ποτέ να πετύχει την εθνική συνεννόηση. Απ’ ότι φαίνεται όμως, η κυβέρνηση Παπαδήμου δίνει το έναυσμα για τις συμμετοχικές κυβερνήσεις και το σταδιακό τέλος των μονοκομματικών. Αφενός η αλλαγή του εκλογικού σώματος και αφετέρου η δυσπιστία απέναντι στο υπάρχον κομματικό σύστημα πιθανότατα ν’ ανοίξει ένα νέο κύκλο που θα βασίζεται στη συνεργασία των κομμάτων. Και αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει σχετικά εύκολα, καθώς φαντάζει πολύ δύσκολο έως απίθανο στις ερχόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές διεξαχθούν, να κατορθώσει το πρώτο κόμμα να λάβει ποσοστό 38-40%. Η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει να επιλύσει μια σειρά σημαντικότατων ζητημάτων: την ‘απελευθέρωση’ της έκτης δόσης, την υπογραφή και εφαρμογή της απόφασης για το κούρεμα του ελληνικού χρέους και την ομαλή διεξαγωγή εκλογών. Τα κόμματα που υποστηρίζουν τη μεταβατική κυβέρνηση θα δείξουν στην πράξη πόσο διατεθειμένα είναι να τη στηρίξουν. Αν αναλωθούν από την αρχή σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, αυτομάτως θα υποβαθμίσουν την εθνική συνεννόηση που αρχικά επέδειξαν. Όπως και να έχει, αυτή η μεταβατική κυβέρνηση μπορεί να μην ήρθε για να μείνει, όμως φαίνεται πως είναι ικανή ν’ αλλάξει τα μέχρι σήμερα δεδομένα του πολιτικού μας συστήματος.
Ένα σημαντικό γεγονός είναι η συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ στη νέα κυβέρνηση. Για πρώτη φορά η άκρα δεξιά συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να δώσει την ευκαιρία στο κόμμα να αποκτήσει ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, εξέλιξη η οποία είναι πιθανό να του δώσει καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα στις επόμενες εκλογές. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι αποδεδειγμένα σε συνθήκες φτώχιας και αβεβαιότητας ο πολιτικός λόγος της ακροδεξιάς απορροφάται πιο εύκολα από το εκλογικό σώμα, μπορούμε εύλογα να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια σοβαρή εξέλιξη με απρόβλεπτες διαστάσεις. Απούσα από τη μεταβατική κυβέρνηση είναι, όπως αναμενόταν, η Αριστερά. Η Δημοκρατική Αριστερά του κ. Κουβέλη εν τέλει δεν δέχθηκε να συμμετάσχει στο νέο σχήμα και άγνωστο παραμένει αν θα στηρίξει πραγματικά το έργο της νέας κυβέρνησης. Αν μη τι άλλο, η Αριστερά έχασε μια μεγάλη ευκαιρία. Θα μπορούσε να συμμετάσχει στο νέο μεταβατικό σχήμα και να καταστεί στα μάτια του εκλογικού σώματος ως μια υπεύθυνη δύναμη που αναλαμβάνει ένα μέρος της ευθύνης για λύση στο πολιτικό αδιέξοδο που περιήλθε η χώρα. Αντ’ αυτού επέτρεψε με την απουσία της τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ.
Μια σημαντική προοπτική που αναδεικνύεται από την παρούσα κατάσταση είναι οι μελλοντικές συμμετοχικές κυβερνήσεις. Το πολιτικό σύστημα μέχρι σήμερα, εκμεταλλευόμενο την κομματική πόλωση αλλά και τους ευνοϊκούς προς τις μονοκομματικές κυβερνήσεις εκλογικούς νόμους, δεν προσπάθησε ποτέ να πετύχει την εθνική συνεννόηση. Απ’ ότι φαίνεται όμως, η κυβέρνηση Παπαδήμου δίνει το έναυσμα για τις συμμετοχικές κυβερνήσεις και το σταδιακό τέλος των μονοκομματικών. Αφενός η αλλαγή του εκλογικού σώματος και αφετέρου η δυσπιστία απέναντι στο υπάρχον κομματικό σύστημα πιθανότατα ν’ ανοίξει ένα νέο κύκλο που θα βασίζεται στη συνεργασία των κομμάτων. Και αυτό μπορεί κανείς να το συμπεράνει σχετικά εύκολα, καθώς φαντάζει πολύ δύσκολο έως απίθανο στις ερχόμενες εκλογές, όποτε και αν αυτές διεξαχθούν, να κατορθώσει το πρώτο κόμμα να λάβει ποσοστό 38-40%. Η κυβέρνηση Παπαδήμου έχει να επιλύσει μια σειρά σημαντικότατων ζητημάτων: την ‘απελευθέρωση’ της έκτης δόσης, την υπογραφή και εφαρμογή της απόφασης για το κούρεμα του ελληνικού χρέους και την ομαλή διεξαγωγή εκλογών. Τα κόμματα που υποστηρίζουν τη μεταβατική κυβέρνηση θα δείξουν στην πράξη πόσο διατεθειμένα είναι να τη στηρίξουν. Αν αναλωθούν από την αρχή σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, αυτομάτως θα υποβαθμίσουν την εθνική συνεννόηση που αρχικά επέδειξαν. Όπως και να έχει, αυτή η μεταβατική κυβέρνηση μπορεί να μην ήρθε για να μείνει, όμως φαίνεται πως είναι ικανή ν’ αλλάξει τα μέχρι σήμερα δεδομένα του πολιτικού μας συστήματος.
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011
ΑΠΟΤΡΕΨΤΕ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΟ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Πριν από περίπου ένα μήνα, σ’ αυτή τη στήλη είχε αναφερθεί ότι με όλο όσα έχουν συμβεί, και με το πολιτικό σύστημα να παραμένει κατώτερο των περιστάσεων, η χρεοκοπία δεν είναι πλέον ένα απίθανο σενάριο. Μετά από τις τελευταίες εξελίξεις, τα πράγματα έχουν γίνει ακόμα δυσκολότερα, καθώς τόσο η 6η δόση όσο και η υπογραφή της συμφωνίας που θα προβλέπει ‘κούρεμα’ του ελληνικού χρέους, είναι στον αέρα. Η αιφνίδια απόφαση του Πρωθυπουργού για διενέργεια δημοψηφίσματος άφησε άφωνη την Ευρώπη και την ελληνική κοινωνία, καθώς από μια πολιτική ντρίπλα και κίνηση υψηλού ρίσκου κατέληξε να διακυβεύεται η συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωζώνη και η ευρωπαϊκή προοπτική της. Στόχος του κ. Παπανδρέου με το δημοψήφισμα μπορεί να ήταν η άσκηση πίεσης προς τη ΝΔ για την ψήφιση της νέας δανειακής σύμβασης, γεγονός που επετεύχθη, όμως ταυτόχρονα η χώρα μπήκε σε μεγάλο κίνδυνο και χλευάστηκε για ακόμη μια φορά διεθνώς. Όμως αυτή η ταπείνωση της χώρας στις Κάννες θα γιγαντωθεί και κινδυνεύει να γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερα οδυνηρή , αν το πολιτικό σύστημα δεν αντιληφθεί την ύστατη στιγμή το μέγεθος του προβλήματος. Στο σημείο που έχουμε φτάσει, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι ο σχηματισμός μιας προσωρινής κυβέρνησης ευρείας συνεργασίας, η οποία πρέπει να απαρτίζεται από πολιτικά πρόσωπα και όχι αμιγώς από τεχνοκράτες όπως προτείνει η ΝΔ.
Το κομματικό – πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές ηγεσίες του, αναζητούν τη συναίνεση προς το προφανές: τη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης που θα φροντίσει τη συναινετική επικύρωση της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου, προϋπόθεση για να μην χρεοκοπήσουμε, και μετά θα διεξάγει εκλογές, γεγονός το οποίο ανέφερε ο Πρωθυπουργός και ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η ελληνική κρίση έχει φτάσει στην κρισιμότερη φάση της. Κινδυνεύουμε να βγούμε έξω από το ευρώ και να επιστρέψουμε στη νέα πλήρως υποτιμημένη δραχμή. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας το έκαναν σαφές για να το καταλάβουμε καλύτερα αν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα: «Η’ τα βρίσκετε και προχωράμε ή βγαίνετε από το ευρώ». Τόσο απλά. Η Ελλάδα πλέον αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο σαν μια χώρα βαριά άρρωστη από την οποία πρέπει να προστατευτεί το ευρώ, παρά σαν αναγκαίος εταίρος που πρέπει πάση θυσία να διασωθεί για να μην καταστραφεί το κοινό νόμισμα. Αν τυχόν ‘κατορθώσουμε’ να βγούμε από το ευρώ, θα πρέπει να ψάξουμε για τους ενόχους στο εσωτερικό και όχι στην Ευρώπη. Ακόμα, τη στιγμή που κάποιοι προτείνουν ελαφρά τη καρδία την επιστροφή στη δραχμή, οφείλουν να ξέρουν ότι αν συμβεί αυτό, η Ελλάδα για δεκαετίες θα είναι η χώρα των πάσης φύσεως ολιγαρχών, της πλήρως υποτιμημένης νέας δραχμής και της απότομης πτώχευσης της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας.
Δεν είναι ώρα για τον καταμερισμό ευθυνών, όμως οφείλουμε να πούμε ότι ο Πρωθυπουργός πάρα τα μεγάλα λάθη του, συλλογιζόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης αποφάσισε να θυσιάσει τη θέση του και να ‘κουρέψει’ το προσωπικό του κύρος για να σωθεί η χώρα. Επίσης δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι για ασφυκτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι εκείνος ο κύριος υπεύθυνος. Οι προκάτοχοί του επέλεξαν τόσα χρόνια να μην ακουμπήσουν την ‘καυτή πατάτα’ του χρέους και προτίμησαν να αφήσουν για αργότερα τη λήψη επώδυνων μέτρων για την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή. Η ΝΔ από την πλευρά της οφείλει να φανεί αντάξια των περιστάσεων. Ο κ. Σαμαράς πρέπει να εγκαταλείψει το ‘όχι σε όλα’ και να βοηθήσει από την πλευρά του για τη δημιουργία προσωρινής μεταβατικής κυβέρνησης. Ο πρόεδρος της ΝΔ πρέπει να φέρεται αναλόγως και όχι σαν πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ. Η ΝΔ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη θέση που από μόνη της βρέθηκε η κυβέρνηση τον Μάιο του 2010: με την άρνησή της να συνεργαστεί, κινδυνεύει να κατηγορηθεί σε λίγες ημέρες ότι προκάλεσε τη χρεοκοπία της χώρας. Η Ελλάδα εκτός από την 6η δόση και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης πρέπει να έχει ως στόχο να διαφυλάξει την ευρωπαϊκή προοπτική της, να προασπίσει τη δημοκρατική κουλτούρα με την οποία είναι πλέον διαποτισμένη η ελληνική κοινωνία, και τέλος να διαμορφώσει ένα εθνικό σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα αφήσει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την Ελλάδα του χθες. Όποιο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού έχει ήδη αντιληφθεί τα παραπάνω θα μπορέσει να σωθεί μαζί με την Ελλάδα. Οι υπόλοιποι πρέπει να στριμωχθούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας μαζί με την ‘παλιά’ Ελλάδα.
Το κομματικό – πολιτικό σύστημα και οι πολιτικές ηγεσίες του, αναζητούν τη συναίνεση προς το προφανές: τη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης που θα φροντίσει τη συναινετική επικύρωση της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου, προϋπόθεση για να μην χρεοκοπήσουμε, και μετά θα διεξάγει εκλογές, γεγονός το οποίο ανέφερε ο Πρωθυπουργός και ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η ελληνική κρίση έχει φτάσει στην κρισιμότερη φάση της. Κινδυνεύουμε να βγούμε έξω από το ευρώ και να επιστρέψουμε στη νέα πλήρως υποτιμημένη δραχμή. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας το έκαναν σαφές για να το καταλάβουμε καλύτερα αν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα: «Η’ τα βρίσκετε και προχωράμε ή βγαίνετε από το ευρώ». Τόσο απλά. Η Ελλάδα πλέον αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο σαν μια χώρα βαριά άρρωστη από την οποία πρέπει να προστατευτεί το ευρώ, παρά σαν αναγκαίος εταίρος που πρέπει πάση θυσία να διασωθεί για να μην καταστραφεί το κοινό νόμισμα. Αν τυχόν ‘κατορθώσουμε’ να βγούμε από το ευρώ, θα πρέπει να ψάξουμε για τους ενόχους στο εσωτερικό και όχι στην Ευρώπη. Ακόμα, τη στιγμή που κάποιοι προτείνουν ελαφρά τη καρδία την επιστροφή στη δραχμή, οφείλουν να ξέρουν ότι αν συμβεί αυτό, η Ελλάδα για δεκαετίες θα είναι η χώρα των πάσης φύσεως ολιγαρχών, της πλήρως υποτιμημένης νέας δραχμής και της απότομης πτώχευσης της μεγάλης πλειονότητας της κοινωνίας.
Δεν είναι ώρα για τον καταμερισμό ευθυνών, όμως οφείλουμε να πούμε ότι ο Πρωθυπουργός πάρα τα μεγάλα λάθη του, συλλογιζόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης αποφάσισε να θυσιάσει τη θέση του και να ‘κουρέψει’ το προσωπικό του κύρος για να σωθεί η χώρα. Επίσης δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι για ασφυκτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι εκείνος ο κύριος υπεύθυνος. Οι προκάτοχοί του επέλεξαν τόσα χρόνια να μην ακουμπήσουν την ‘καυτή πατάτα’ του χρέους και προτίμησαν να αφήσουν για αργότερα τη λήψη επώδυνων μέτρων για την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή. Η ΝΔ από την πλευρά της οφείλει να φανεί αντάξια των περιστάσεων. Ο κ. Σαμαράς πρέπει να εγκαταλείψει το ‘όχι σε όλα’ και να βοηθήσει από την πλευρά του για τη δημιουργία προσωρινής μεταβατικής κυβέρνησης. Ο πρόεδρος της ΝΔ πρέπει να φέρεται αναλόγως και όχι σαν πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ. Η ΝΔ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη θέση που από μόνη της βρέθηκε η κυβέρνηση τον Μάιο του 2010: με την άρνησή της να συνεργαστεί, κινδυνεύει να κατηγορηθεί σε λίγες ημέρες ότι προκάλεσε τη χρεοκοπία της χώρας. Η Ελλάδα εκτός από την 6η δόση και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης πρέπει να έχει ως στόχο να διαφυλάξει την ευρωπαϊκή προοπτική της, να προασπίσει τη δημοκρατική κουλτούρα με την οποία είναι πλέον διαποτισμένη η ελληνική κοινωνία, και τέλος να διαμορφώσει ένα εθνικό σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα αφήσει μια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την Ελλάδα του χθες. Όποιο κομμάτι του πολιτικού προσωπικού έχει ήδη αντιληφθεί τα παραπάνω θα μπορέσει να σωθεί μαζί με την Ελλάδα. Οι υπόλοιποι πρέπει να στριμωχθούν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας μαζί με την ‘παλιά’ Ελλάδα.
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
ΕΝΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Προτού κρίνουμε την απόφαση του Πρωθυπουργού για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πρέπει να κάνουμε μια παραδοχή: Το δημοψήφισμα είναι μια ύψιστη στιγμή δημοκρατικής διαδικασίας, καθώς εκφράζει τη βούληση του εκλογικού σώματος για ένα συγκεκριμένο ζήτημα κατά τρόπο άμεσο κι ευθύ και με τη μορφή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. Το δημοψήφισμα που πρότεινε ο Πρωθυπουργός, αν θέλουμε να κάνουμε μια θεωρητική προσέγγιση, χαρακτηρίζεται κυβερνητικό. Ένας σημαντικός παράγοντας για την προσφυγή στο κυβερνητικό αυτό δημοψήφισμα είναι εμφανέστατα το πολιτικό κόστος που μπορεί να έπεται μιας απόφασης, όπως αυτή είναι η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θέτοντας λοιπόν το θέμα στην κρίση του λαού τα πολιτικό κόστος μειώνεται ενώ οι ευθύνες επιμερίζονται ή και μετατίθενται ακόμα στο εκλογικό σώμα. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται πως το επιθυμεί η κυβέρνηση καθώς ο Πρωθυπουργός και η κοινοβουλευτική του ομάδα βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο από την όλο και αυξανόμενη λαϊκή αγανάκτηση. Όπως κι η νομοθετική πρωτοβουλία, έτσι και το δημοψήφισμα διακρίνεται σε δημιουργικό από τη μια πλευρά, όταν αντικείμενο είναι η θέσπιση ή η τροποποίηση κανόνα δικαίου και σε καταργητικό από την άλλη, όταν αντικείμενο είναι η κατάργηση κανόνα δικαίου. Το ίδιο αντικείμενο έχει κατ’ αρχάς η ίδια η νομοθετική εξουσία, μόνο που στη περίπτωση του δημοψηφίσματος την αρμοδιότητα αυτή ασκεί το εκλογικό σώμα. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι στο καταργητικό δημοψήφισμα , το εκλογικό σώμα έχει περιορισμένη εξουσία σε σχέση με το κοινοβούλιο καθώς δύναται μεν να καταργήσει έναν κανόνα δικαίου δεν μπορεί όμως να θεσπίζει νέους
άμεσους κανόνες δικαίου. Το καταργητικό δημοψήφισμα συνιστά μια πολύ σημαντική ρύθμιση καθώς δίδεται στο λαό το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Στην Ελλάδα, ο θεσμός του δημοψηφίσματος δεν είναι άγνωστος. Εισάγεται μάλιστα ρητώς για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας του 1927, όπου στο άρθρο 125 § 5 προβλεπόταν; «Η εθνική Συνέλευση δύναται να υποβάλλη την περί αναθεωρήσεως απόφασίν της εις Δημοψήφισμα, οπότε αι αναθεωρούμεναι διατάξεις τίθενται εις εφαρμογήν εάν εγκριθώσι παρά του λαού». Με τη διάταξη αυτή καθιερωνόταν συνταγματικό δημοψήφισμα το οποίο ουδέποτε εφαρμόσθηκε.
Πάντως, από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους ως σήμερα έχουν διεξαχθεί μόνο τρία δημοψηφίσματα , το 1924, το 1935 και το 1974 που πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια και τις τυπικές προϋποθέσεις. Ωστόσο, συνολικά πραγματοποιήθηκαν εννέα δημοψηφισματικές διαδικασίες (1862, 1920, 1924, 1926, 1935, 1946, 1968, 1973, 1974), κάθε μορφής και με αρκετές ιδιαιτερότητες. Αρκετά από τα δημοψηφίσματα αυτά χαρακτηρίστηκαν ως προσωπικά, ενώ στην πλειοψηφία τους δεν προβλέπονταν από τα εκάστοτε ισχύοντα Συντάγματα, αλλά η διεξαγωγή τους επιβαλλόταν από τις συνθήκες αναταραχής και διαμάχης που επικρατούσαν. Το Σύνταγμά μας σήμερα, προβλέπει δυο ειδών δημοψηφίσματα: το πρώτο είναι για "κρίσιμα εθνικά θέματα" και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη 151 βουλευτών και το δεύτερο για ψηφισμένο νομοσχέδιο που προκηρύσσεται με τη σύμφωνη γνώμη αυξημένης πλειοψηφίας 180 βουλευτών.Σύμφωνα με τον προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της σχετικής απόφασης της Βουλής, ενώ για να θεωρηθεί έγκυρο το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας στον μεν πρώτο είδος δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα θα πρέπει η συμμετοχή των ψηφοφόρων θα είναι στο 40%, ενώ για το δεύτερο το λεγόμενο "νομοθετική" θα πρέπει στην κάλπη να προσέλθει το 50% του εκλογικού σώματος.
Ξεφεύγοντας από τη θεωρητική προσέγγιση, πρέπει να πούμε ότι το δημοψήφισμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται a la carte. Για την υπογραφή του Μνημονίου, κανένα δημοψήφισμα δεν έγινε και ο λαός δεν κλήθηκε να πάρει ουδεμία απόφαση για το μέλλον του. Ως υπέρμαχος των δημοψηφισμάτων ο Πρωθυπουργός όφειλε να κάνει δημοψήφισμα για το μνημόνιο. Αν γινόταν αυτό ούτε για εκλογές θα λέγαμε σήμερα, ούτε για εκβιαστικά διλήματα, ούτε για τρικ. Το εξαγγελόμενο δημοψήφισμα γνώμη μου είναι ότι είναι εν μέρει προσχηματικό. Προσπαθεί να καταστήσει το λαό συνυπεύθυνο και συνένοχο για αυτά που έγιναν και για αυτά που θα έρθουν. Από την άλλη, το σημαντικότερο σε ένα δημοψήφισμα είναι το ερώτημα που τίθεται. Πιστεύει κανείς ότι το ερώτημα δεν θα είναι ουσιαστικά εκβιαστικό;
άμεσους κανόνες δικαίου. Το καταργητικό δημοψήφισμα συνιστά μια πολύ σημαντική ρύθμιση καθώς δίδεται στο λαό το δικαίωμα αρνησικυρίας.
Στην Ελλάδα, ο θεσμός του δημοψηφίσματος δεν είναι άγνωστος. Εισάγεται μάλιστα ρητώς για πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας του 1927, όπου στο άρθρο 125 § 5 προβλεπόταν; «Η εθνική Συνέλευση δύναται να υποβάλλη την περί αναθεωρήσεως απόφασίν της εις Δημοψήφισμα, οπότε αι αναθεωρούμεναι διατάξεις τίθενται εις εφαρμογήν εάν εγκριθώσι παρά του λαού». Με τη διάταξη αυτή καθιερωνόταν συνταγματικό δημοψήφισμα το οποίο ουδέποτε εφαρμόσθηκε.
Πάντως, από την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους ως σήμερα έχουν διεξαχθεί μόνο τρία δημοψηφίσματα , το 1924, το 1935 και το 1974 που πληρούν τα απαιτούμενα κριτήρια και τις τυπικές προϋποθέσεις. Ωστόσο, συνολικά πραγματοποιήθηκαν εννέα δημοψηφισματικές διαδικασίες (1862, 1920, 1924, 1926, 1935, 1946, 1968, 1973, 1974), κάθε μορφής και με αρκετές ιδιαιτερότητες. Αρκετά από τα δημοψηφίσματα αυτά χαρακτηρίστηκαν ως προσωπικά, ενώ στην πλειοψηφία τους δεν προβλέπονταν από τα εκάστοτε ισχύοντα Συντάγματα, αλλά η διεξαγωγή τους επιβαλλόταν από τις συνθήκες αναταραχής και διαμάχης που επικρατούσαν. Το Σύνταγμά μας σήμερα, προβλέπει δυο ειδών δημοψηφίσματα: το πρώτο είναι για "κρίσιμα εθνικά θέματα" και απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη 151 βουλευτών και το δεύτερο για ψηφισμένο νομοσχέδιο που προκηρύσσεται με τη σύμφωνη γνώμη αυξημένης πλειοψηφίας 180 βουλευτών.Σύμφωνα με τον προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, το δημοψήφισμα προκηρύσσεται μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της σχετικής απόφασης της Βουλής, ενώ για να θεωρηθεί έγκυρο το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας στον μεν πρώτο είδος δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα θα πρέπει η συμμετοχή των ψηφοφόρων θα είναι στο 40%, ενώ για το δεύτερο το λεγόμενο "νομοθετική" θα πρέπει στην κάλπη να προσέλθει το 50% του εκλογικού σώματος.
Ξεφεύγοντας από τη θεωρητική προσέγγιση, πρέπει να πούμε ότι το δημοψήφισμα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται a la carte. Για την υπογραφή του Μνημονίου, κανένα δημοψήφισμα δεν έγινε και ο λαός δεν κλήθηκε να πάρει ουδεμία απόφαση για το μέλλον του. Ως υπέρμαχος των δημοψηφισμάτων ο Πρωθυπουργός όφειλε να κάνει δημοψήφισμα για το μνημόνιο. Αν γινόταν αυτό ούτε για εκλογές θα λέγαμε σήμερα, ούτε για εκβιαστικά διλήματα, ούτε για τρικ. Το εξαγγελόμενο δημοψήφισμα γνώμη μου είναι ότι είναι εν μέρει προσχηματικό. Προσπαθεί να καταστήσει το λαό συνυπεύθυνο και συνένοχο για αυτά που έγιναν και για αυτά που θα έρθουν. Από την άλλη, το σημαντικότερο σε ένα δημοψήφισμα είναι το ερώτημα που τίθεται. Πιστεύει κανείς ότι το ερώτημα δεν θα είναι ουσιαστικά εκβιαστικό;
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
ΟΙ ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ
Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου αμαυρώθηκε από τις προβοκατόρικες εκδηλώσεις συγκεκριμένων μειοψηφιών, οι οποίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να ματαιώσουν την παρέλαση και να στείλουν τα δικά τους μηνύματα. Έφτασαν μέχρι το σημείο να προσπαθήσουν να προπηλακίσουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γεγονός χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της χώρας μας. Αποτέλεσμα των αποδοκιμασιών και των προπηλακισμών ήταν σε πολλές πόλεις να μην τελεστούν παρελάσεις και ακόμα σε αρκετές σημειώθηκαν μικροεπεισόδια. Ουδείς νοήμων άνθρωπος μπορεί να καταδικάσει την οργή και την αγανάκτηση του κόσμου. Είναι απαραίτητη γιατί ο λαός περνά δύσκολες ώρες εδώ και καιρό. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες διαδηλώνουν για την ασκούμενη πολιτική και για την κατακόρυφη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Έχουν κάθε δίκιο και θα ήταν παράλογο να μην κοινοποιήσουν την οργή τους. Αυτό όμως απέχει πολύ από τη συμπεριφορά που δείχνουν οργανωμένες μειοψηφίες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θέλουν να φτιάξουν κομματικές, και όχι μόνο, καριέρες πάνω στα συντρίμμια της Ελλάδας. Αυτοί επενδύουν στην ενδεχόμενη καταστροφή της χώρας για να ηγεμονεύσουν σε έναν λαό συντετριμμένο. Δεν νομίζω να είναι κανείς ευχαριστημένος με την κυβέρνηση αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει οι επαγγελματίες μπαχαλάκηδες, είτε από τα άκρα δεξιά είτε από τα άκρα αριστερά, να τα ισοπεδώσουν όλα.
Τα γεγονότα που συνέβησαν στις παρελάσεις μπορεί να είναι προφητικά για ότι πρόκειται να συμβεί από εδώ και στο εξής. Το να προσπαθούν κάποιοι να λιντσάρουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρώτο πολίτη της χώρας, δείχνει κάτι άκρως ανησυχητικό: αρχίζουν να σημειώνονται ρήγματα στο οικοδόμημα της Δημοκρατίας, η οποία παρ’ όλες της τις αδυναμίες παραμένει το καλύτερο πολίτευμα. Αν δε μας αρέσει η Δημοκρατία που έχουμε ας είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Ένας νέος εθνικός διχασμός ενδεχομένως να βρίσκετε στα σπάργανα και καλλιεργείται εδώ και καιρό από πολλές κατευθύνσεις. Ενδεικτική του νοσηρού κλίματος που υπάρχει είναι η επίθεση στο βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Μαγκούφη. Ενός βουλευτή του οποίου το όνομα δεν έχει εμπλακεί σε κανένα σκάνδαλο και περιστατικό διαφθοράς. Ο όχλος τις περισσότερες φορές, όταν νιώθει ότι θίγεται, δεν διακρίνεται για νηφάλιες αξιολογήσεις προσώπων. Μια σπίθα αρκεί για να ανάψει φωτιά στην κοινωνία. Και αυτό οφείλει να το γνωρίζει το πολιτικό σύστημα και να πάρει τα μέτρα του πριν να είναι αργά.
Εκτός από τη βία που είναι καταδικαστέα, δεν πρέπει να μη λαμβάνεται υπόψη η οργή των πολιτών. Και κυρίως αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η βουβή διαμαρτυρία και η αμηχανία που νιώθει η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών, η οικονομία μας έχει βουλιάξει και στην ουσία έχει χρεοκοπήσει επιλεκτικά με το ‘κούρεμα’ των ελληνικών ομολόγων, το βιοτικό επίπεδο γυρνάει δεκαετίες πίσω και οι πιθανότητες κοινωνικής έκρηξης αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Οι πολίτες καλούνται να βάλουν πλάτη για πολλοστή φορά και με ορίζοντα δεκαετίας, αλλά βλέπουν πως τα βάρη κατανέμονται μονομερώς χωρίς ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια κάθε μέρα αυξάνεται και για τον λόγο αυτό έχουμε τονίσει την ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών από τον Πρωθυπουργό. Η κοινή λογική λέει ότι δύσκολα το κλίμα θα αλλάξει προς το καλύτερο στην ελληνική κοινωνία, μιας και τα όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις απαιτούν κάποιο διάστημα μέχρι να αποδώσουν. Ακόμα, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, βλέποντας το κίνδυνο να τους ‘καταπιεί’ ο όχλος, θα σκεφτούν δυο και τρεις φορές την επόμενη φορά που θα κληθούν να ψηφίσουν ένα δύσκολο νομοσχέδιο. Γιατί όπως είπαμε και παραπάνω το ποτάμι της λαϊκής δυσαρέσκειας όλο και μεγαλώνει και ουδείς μπορεί να ξέρει που θα καταλήξει.
Τα γεγονότα που συνέβησαν στις παρελάσεις μπορεί να είναι προφητικά για ότι πρόκειται να συμβεί από εδώ και στο εξής. Το να προσπαθούν κάποιοι να λιντσάρουν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρώτο πολίτη της χώρας, δείχνει κάτι άκρως ανησυχητικό: αρχίζουν να σημειώνονται ρήγματα στο οικοδόμημα της Δημοκρατίας, η οποία παρ’ όλες της τις αδυναμίες παραμένει το καλύτερο πολίτευμα. Αν δε μας αρέσει η Δημοκρατία που έχουμε ας είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Ένας νέος εθνικός διχασμός ενδεχομένως να βρίσκετε στα σπάργανα και καλλιεργείται εδώ και καιρό από πολλές κατευθύνσεις. Ενδεικτική του νοσηρού κλίματος που υπάρχει είναι η επίθεση στο βουλευτή του ΠΑΣΟΚ κ. Μαγκούφη. Ενός βουλευτή του οποίου το όνομα δεν έχει εμπλακεί σε κανένα σκάνδαλο και περιστατικό διαφθοράς. Ο όχλος τις περισσότερες φορές, όταν νιώθει ότι θίγεται, δεν διακρίνεται για νηφάλιες αξιολογήσεις προσώπων. Μια σπίθα αρκεί για να ανάψει φωτιά στην κοινωνία. Και αυτό οφείλει να το γνωρίζει το πολιτικό σύστημα και να πάρει τα μέτρα του πριν να είναι αργά.
Εκτός από τη βία που είναι καταδικαστέα, δεν πρέπει να μη λαμβάνεται υπόψη η οργή των πολιτών. Και κυρίως αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η βουβή διαμαρτυρία και η αμηχανία που νιώθει η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχει απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών, η οικονομία μας έχει βουλιάξει και στην ουσία έχει χρεοκοπήσει επιλεκτικά με το ‘κούρεμα’ των ελληνικών ομολόγων, το βιοτικό επίπεδο γυρνάει δεκαετίες πίσω και οι πιθανότητες κοινωνικής έκρηξης αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Οι πολίτες καλούνται να βάλουν πλάτη για πολλοστή φορά και με ορίζοντα δεκαετίας, αλλά βλέπουν πως τα βάρη κατανέμονται μονομερώς χωρίς ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια κάθε μέρα αυξάνεται και για τον λόγο αυτό έχουμε τονίσει την ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών από τον Πρωθυπουργό. Η κοινή λογική λέει ότι δύσκολα το κλίμα θα αλλάξει προς το καλύτερο στην ελληνική κοινωνία, μιας και τα όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις απαιτούν κάποιο διάστημα μέχρι να αποδώσουν. Ακόμα, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, βλέποντας το κίνδυνο να τους ‘καταπιεί’ ο όχλος, θα σκεφτούν δυο και τρεις φορές την επόμενη φορά που θα κληθούν να ψηφίσουν ένα δύσκολο νομοσχέδιο. Γιατί όπως είπαμε και παραπάνω το ποτάμι της λαϊκής δυσαρέσκειας όλο και μεγαλώνει και ουδείς μπορεί να ξέρει που θα καταλήξει.
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011
ΑΝΑΒΡΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ
Το πολυνομοσχέδιο εν τέλει ψηφίστηκε από τους βουλευτές της κυβέρνησης και για το ΠΑΣΟΚ η μόνη απώλεια ήταν της κ. Κατσέλη. Η τελευταία δεν ψήφισε το άρθρο 37 που έκανε λόγο για τις κλαδικές συμβάσεις και διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το κυβερνών κόμμα πλέον έχει μείνει με 153 βουλευτές και κάθε μέρα που περνά η ατμόσφαιρα είναι όλο και πιο βαριά στις τάξεις των βουλευτών και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Ακόμα, παρατηρούμε ότι δεν είναι λίγα εκείνα τα στελέχη και μέλη του ΠΑΣΟΚ που σταδιακά αυτονομούνται από την κυβερνητική γραμμή και εκφράζουν έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο. Τα παραδείγματα είναι πολλά και το ΠΑΣΟΚ σημειώνει αρκετές απώλειες στο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και δεκαετίες αποτελούσε μια από τις προμετωπίδες του Κινήματος. Την ίδια στιγμή που όλη η Ελλάδα βρίσκεται σε απεργιακή λογική με αφορμή τα νέα μέτρα, η κοινωνική συνοχή βρίσκεται σε τεντωμένο σχοινί και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αμφισβητείται. Και αμφισβητείται πρωτίστως από τη γαλλογερμανική συμμαχία που αδυνατεί να δώσει ξεκάθαρη λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα που ως ντόμινο απειλεί να καταστρέψει κεκτημένα δεκαετιών. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχουν γίνει γνωστά τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής. Η κοινή λογική λέει ότι πρέπει να προκύψουν αποφάσεις που θα βάζουν ένα τέλος στην κρίση χρέους, χωρίς όμως να βάζουν τέλος στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Η αριβιστική λογική της κ. Μέρκελ όμως, μας προϊδεάζει για γενικόλογες ασάφειες και για μηδενικό αποτέλεσμα. Ας ελπίσουμε ότι την ύστατη στιγμή θα επικρατήσει η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και όχι ο εθνικός ατομικισμός.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, το πιο σοβαρό συμβάν της βδομάδας που πέρασε δεν ήταν η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου αλλά ο θάνατος του άτυχου διαδηλωτή. Σε ένα διήμερο κατά το οποίο χιλιάδες διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασκούμενη πολιτική, ο θάνατος του συμπολίτη μας έδειξε για άλλη μια φορά με τον πλέον εμβληματικό τρόπο ότι οι ‘γνωστοί – άγνωστοι’ έχουν καταφέρει με την ανοχή κάποιων να δραστηριοποιούνται στο δημόσιο χώρο. Όλοι αυτοί οι κουκουλοφόροι οι οποίοι φροντίζουν να κάνουν μπάχαλο κάθε ειρηνική διαμαρτυρία έχουν ονόματα και δεν είναι καθόλου άγνωστοι. Το ανησυχητικό είναι ότι η χώρα μας φαίνεται πως αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα οργανωμένης πολιτικής βίας. Κάτω από τις κουκούλες δεν υπάρχει ιδεολογία, μόνο τυφλό μίσος. Οι κουκουλοφόροι δεν διαδηλώνουν, συγκρούονται. Και είναι έτοιμοι για όλα. Με αφορμή την έντονη δυσαρέσκεια και οργή που ξεχειλίζει τη στιγμή αυτή από την ελληνική κοινωνία, οι κουκουλοφόροι μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος για να συνεχίσουν ανενόχλητοι το ‘έργο’ τους. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πρέπει να σκληρύνει τη στάση του και να βγάλει την κουκούλα από το πρόσωπο των ‘γνωστών - αγνώστων’. Διότι οι καιροί είναι δύσκολοι, οι πορείες το πιθανότερο είναι να μεγαλώσουν και αν αφεθεί έδαφος στους κουκουλοφόρους πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.
Παρατηρούμαι ότι κάθε μέρα που περνά η κατάσταση στη χώρα μας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Και δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση. Υπάρχει μια δομική κρίση και μια κρίση αξιών. Οι πολιτικοί όπου βρεθούν αποδοκιμάζονται και ακόμα και στα ποδοσφαιρικά γήπεδα οι ύβρεις απέναντι στο πολιτικό σύστημα πολλαπλασιάζονται. Ο Πρωθυπουργός προφανώς τα βλέπει όλα αυτά που διαδραματίζονται. Τόσο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, όσο και στην κοινωνία. Βλέπει καθημερινά ότι η κυβέρνηση είναι σε διαρκή ρήξη με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Όσο συνεχίζονται τα παραπάνω, ταυτόχρονα με τη μείωση των βουλευτών για την κυβέρνηση, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ενδεχόμενες εξελίξεις και πολιτικές πρωτοβουλίες από την πλευρά του κ. Παπανδρέου. Εξελίξεις όπως οι πρόωρες εκλογές ή η κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Μπορεί να έχει πει πολλάκις ο Πρωθυπουργός ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να εξαντλήσει τη θητεία της όμως πολλές φορές τα ‘θέλω’ αναιρούνται από τη σκληρή πραγματικότητα.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, το πιο σοβαρό συμβάν της βδομάδας που πέρασε δεν ήταν η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου αλλά ο θάνατος του άτυχου διαδηλωτή. Σε ένα διήμερο κατά το οποίο χιλιάδες διαδήλωσαν την αντίθεσή τους στην ασκούμενη πολιτική, ο θάνατος του συμπολίτη μας έδειξε για άλλη μια φορά με τον πλέον εμβληματικό τρόπο ότι οι ‘γνωστοί – άγνωστοι’ έχουν καταφέρει με την ανοχή κάποιων να δραστηριοποιούνται στο δημόσιο χώρο. Όλοι αυτοί οι κουκουλοφόροι οι οποίοι φροντίζουν να κάνουν μπάχαλο κάθε ειρηνική διαμαρτυρία έχουν ονόματα και δεν είναι καθόλου άγνωστοι. Το ανησυχητικό είναι ότι η χώρα μας φαίνεται πως αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα οργανωμένης πολιτικής βίας. Κάτω από τις κουκούλες δεν υπάρχει ιδεολογία, μόνο τυφλό μίσος. Οι κουκουλοφόροι δεν διαδηλώνουν, συγκρούονται. Και είναι έτοιμοι για όλα. Με αφορμή την έντονη δυσαρέσκεια και οργή που ξεχειλίζει τη στιγμή αυτή από την ελληνική κοινωνία, οι κουκουλοφόροι μπορούν να βρουν πρόσφορο έδαφος για να συνεχίσουν ανενόχλητοι το ‘έργο’ τους. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πρέπει να σκληρύνει τη στάση του και να βγάλει την κουκούλα από το πρόσωπο των ‘γνωστών - αγνώστων’. Διότι οι καιροί είναι δύσκολοι, οι πορείες το πιθανότερο είναι να μεγαλώσουν και αν αφεθεί έδαφος στους κουκουλοφόρους πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα.
Παρατηρούμαι ότι κάθε μέρα που περνά η κατάσταση στη χώρα μας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Και δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση. Υπάρχει μια δομική κρίση και μια κρίση αξιών. Οι πολιτικοί όπου βρεθούν αποδοκιμάζονται και ακόμα και στα ποδοσφαιρικά γήπεδα οι ύβρεις απέναντι στο πολιτικό σύστημα πολλαπλασιάζονται. Ο Πρωθυπουργός προφανώς τα βλέπει όλα αυτά που διαδραματίζονται. Τόσο στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, όσο και στην κοινωνία. Βλέπει καθημερινά ότι η κυβέρνηση είναι σε διαρκή ρήξη με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Όσο συνεχίζονται τα παραπάνω, ταυτόχρονα με τη μείωση των βουλευτών για την κυβέρνηση, ουδείς μπορεί να αποκλείσει ενδεχόμενες εξελίξεις και πολιτικές πρωτοβουλίες από την πλευρά του κ. Παπανδρέου. Εξελίξεις όπως οι πρόωρες εκλογές ή η κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Μπορεί να έχει πει πολλάκις ο Πρωθυπουργός ότι στόχος της κυβέρνησης είναι να εξαντλήσει τη θητεία της όμως πολλές φορές τα ‘θέλω’ αναιρούνται από τη σκληρή πραγματικότητα.
Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΛΟΒΑΚΙΑΣ
Πριν λίγες μέρες το σλοβακικό κοινοβούλιο κλήθηκε να ψηφίσει υπέρ ή κατά της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης. Μόνον 55 βουλευτές σε σύνολο 124 παρόντων ψήφισαν υπέρ της διεύρυνσης του μηχανισμού στήριξης, 9 την καταψήφισαν και 60 απείχαν. Έτσι δεν εγκρίθηκε το πλαίσιο για τη διεύρυνση του μηχανισμού, και οι βουλευτές δεν έδωσαν ούτε την ψήφο εμπιστοσύνης προς την πρωθυπουργό και τον κυβερνητικό συνασπισμό. Με αυτό τον τρόπο, η Σλοβακία έγινε το πρώτο και μοναδικό κράτος – μέλος της ευρωζώνης που δεν ενέκρινε τη διεύρυνση του μηχανισμού. Η κυβέρνηση της Ιβέτα Ραντίτσοβα είχε δώσει χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης στην ψηφοφορία, γεγονός που οδήγησε στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού. Μετά από εσωτερικές αλλά και ευρωπαϊκές πιέσεις, η κυβέρνηση με την αντιπολίτευση κατέληξαν σε συμβιβασμό και αναμένεται η ψήφιση της διεύρυνσης του μηχανισμού με μοναδική προϋπόθεση τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών το Μάρτιο του 2012. Ο αρχηγός του Smer, πρώην σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Ρόμπερτ Φίτσο είχε ήδη διαμηνύσει ότι συμφωνεί στη διεύρυνση του μηχανισμού, και είχε προαναγγείλει πως το κόμμα του θα συναινέσει μόνον σε περίπτωση που η κυβέρνηση παραιτηθεί και κηρύξει πρόωρες εκλογές.
Από την περίπτωση της Σλοβακίας φαίνεται ξεκάθαρα ότι στην Ε.Ε και συγκεκριμένα στην ευρωζώνη δεν κυριαρχεί σε καμία περίπτωση το αίσθημα της αλληλεγγύης. Οι Σλοβάκοι, με την αρχική καταψήφιση της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, έδειξαν ότι δεν έχουν συναίσθηση του προβλήματος χρέους που απειλεί να καταστρέψει το κοινό νόμισμα. Ως νέα χώρα στη ζώνη του Ευρώ η Σλοβακία (2009), δεν μπήκε στο κόπο να μπει νοητά στη θέση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που μαστίζονται από οικονομικά προβλήματα. Η Σλοβακία είναι μία χώρα της Κεντρικής Ευρώπης που ανήκε στο Κομμουνιστικό μπλοκ, ενώ μόλις πριν από δύο δεκαετίας έγινε κράτος με την κατάρρευση του κομμουνισμού και την αποσύνδεση από την Τσεχία. Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το 2011, η ανάπτυξη για τους Σλοβάκους αναμένεται να είναι της τάξης του 4,1%. Το ΑΕΠ της Σλοβακίας προέρχεται κυρίως από των τομέα των υπηρεσιών με τον βιομηχανικό τομέα να έχει επίσης συμβολή στην οικονομία της χώρας. Βασικός παράγοντας ανάπτυξης της Σλοβακίας είναι οι εξαγωγές οι οποίες υπερδιπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία. Τα παραπάνω δείχνουν ότι η σλοβακική οικονομία έχει κατορθώσει να έχει μια όλο και αυξανόμενη δυναμική και αυτό ενδεχομένως να μπορεί να εξηγήσει την άρνηση των Σλοβάκων να ψηφίσουν το μηχανισμό στήριξης. Η Σλοβακία τη στιγμή αυτή έχει 120 δις ευρώ ΑΕΠ και "μόνο" 60 δις ευρώ χρέος, δηλαδή 50% του ΑΕΠ, νούμερο που δεν συγκρίνεται με το δικό μας 150%. Αυτό όμως το ποσό χρέους είναι τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από μια επταετία δεν υπήρχε καθόλου χρέος στη Σλοβακία. Κι αυτό, παρά το ότι η Σλοβακία γνωρίζει μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο λογαριασμός για τη Σλοβακία θα έρθει τα επόμενα χρόνια και τότε η σλοβακική κυβέρνηση, μπροστά στον εφιάλτη του δημοσίου χρέους και του υπέρμετρου δανεισμού θα παρακαλάει για ευρωπαϊκή βοήθεια. Αν το σλοβακικό πολιτικό σύστημα ερευνούσε σε βάθος το ευρωπαϊκό πρόβλημα, θα μπορούσε να καταλάβει ότι η χορήγηση βοήθειας προς την Ελλάδα είναι ουσιαστικά χορήγηση βοήθειας προς την ευρωζώνη. Το ευρώ έχει ανάγκη στήριξης και οι Σλοβάκοι οφείλουν να καταλάβουν ότι χάρη στο ευρώ έχουν σημειώσει οικονομική ανάπτυξη.
Οι Σλοβάκοι είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικοί απέναντι στο ευρώ, καθώς φοβούνται ότι μια αύξηση της κρίση χρέους ενδέχεται να βλάψει την οικονομία τους. Ενδεχομένως αυτό να αληθεύει, όμως από τη στιγμή που αποφάσισαν να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη πρέπει να αντιληφθούν ότι τα κράτη – μέλη εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Όταν έχει φανεί ότι το ελληνικό πρόβλημα χρέους είναι κατ' επέκταση ευρωπαϊκό πρόβλημα, οι συμπαθείς Σλοβάκοι δεν νοείται να θέλουν να βγάλουν την ουρά τους εκτός σαν να μην τους αφορά. Ακόμα, οι Σλοβάκοι δεν εκτιμούν το γεγονός ότι η Ελλάδα στήριξε την ευρωπαϊκή τους προοπτική, ενώ ταυτοχρόνως παραβλέπουν ότι από τους Έλληνες που φοιτούν στα πανεπιστήμια της Μπρατισλάβας, κερδίζουν ετησίως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αντί να επιδείξουν αλληλεγγύη και ευρωπαϊκή στήριξη, οι Σλοβάκοι προσβάλουν τον ελληνικό λαό με τις διαφημίσεις τους. Σε περίπτωση που δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον του ευρώ και είναι ενάντια σε κάθε βοήθεια προς τα δοκιμαζόμενα κράτη-μέλη, ας φύγουν από το 'προβληματικό' ευρώ και ας επιστρέψουν στη σλοβάκικη κορώνα. Αν είναι επιλογή τους να επενδύσουν ξανά στα έθνη - κράτη οφείλουν να το δηλώσουν ξεκάθαρα ώστε να γνωρίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες ποιοι επιθυμούν τη διατήρηση της ενοποίησης και ποιοι όχι. Αν τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν πραγματική αλληλεγγύη και σύμπνοια δεν θα έφτανε ως εδώ η Ευρώπη. Αλλά όταν είναι ανύπαρκτη η ευρωπαϊκή ηγεσία, οι Σλοβάκοι βρίσκουν και τα κάνουν.
Από την περίπτωση της Σλοβακίας φαίνεται ξεκάθαρα ότι στην Ε.Ε και συγκεκριμένα στην ευρωζώνη δεν κυριαρχεί σε καμία περίπτωση το αίσθημα της αλληλεγγύης. Οι Σλοβάκοι, με την αρχική καταψήφιση της συμφωνίας της 21ης Ιουλίου, έδειξαν ότι δεν έχουν συναίσθηση του προβλήματος χρέους που απειλεί να καταστρέψει το κοινό νόμισμα. Ως νέα χώρα στη ζώνη του Ευρώ η Σλοβακία (2009), δεν μπήκε στο κόπο να μπει νοητά στη θέση της Ελλάδας και των άλλων χωρών που μαστίζονται από οικονομικά προβλήματα. Η Σλοβακία είναι μία χώρα της Κεντρικής Ευρώπης που ανήκε στο Κομμουνιστικό μπλοκ, ενώ μόλις πριν από δύο δεκαετίας έγινε κράτος με την κατάρρευση του κομμουνισμού και την αποσύνδεση από την Τσεχία. Σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΟΣΑ για το 2011, η ανάπτυξη για τους Σλοβάκους αναμένεται να είναι της τάξης του 4,1%. Το ΑΕΠ της Σλοβακίας προέρχεται κυρίως από των τομέα των υπηρεσιών με τον βιομηχανικό τομέα να έχει επίσης συμβολή στην οικονομία της χώρας. Βασικός παράγοντας ανάπτυξης της Σλοβακίας είναι οι εξαγωγές οι οποίες υπερδιπλασιάστηκαν την τελευταία δεκαετία. Τα παραπάνω δείχνουν ότι η σλοβακική οικονομία έχει κατορθώσει να έχει μια όλο και αυξανόμενη δυναμική και αυτό ενδεχομένως να μπορεί να εξηγήσει την άρνηση των Σλοβάκων να ψηφίσουν το μηχανισμό στήριξης. Η Σλοβακία τη στιγμή αυτή έχει 120 δις ευρώ ΑΕΠ και "μόνο" 60 δις ευρώ χρέος, δηλαδή 50% του ΑΕΠ, νούμερο που δεν συγκρίνεται με το δικό μας 150%. Αυτό όμως το ποσό χρέους είναι τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από μια επταετία δεν υπήρχε καθόλου χρέος στη Σλοβακία. Κι αυτό, παρά το ότι η Σλοβακία γνωρίζει μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Ο λογαριασμός για τη Σλοβακία θα έρθει τα επόμενα χρόνια και τότε η σλοβακική κυβέρνηση, μπροστά στον εφιάλτη του δημοσίου χρέους και του υπέρμετρου δανεισμού θα παρακαλάει για ευρωπαϊκή βοήθεια. Αν το σλοβακικό πολιτικό σύστημα ερευνούσε σε βάθος το ευρωπαϊκό πρόβλημα, θα μπορούσε να καταλάβει ότι η χορήγηση βοήθειας προς την Ελλάδα είναι ουσιαστικά χορήγηση βοήθειας προς την ευρωζώνη. Το ευρώ έχει ανάγκη στήριξης και οι Σλοβάκοι οφείλουν να καταλάβουν ότι χάρη στο ευρώ έχουν σημειώσει οικονομική ανάπτυξη.
Οι Σλοβάκοι είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικοί απέναντι στο ευρώ, καθώς φοβούνται ότι μια αύξηση της κρίση χρέους ενδέχεται να βλάψει την οικονομία τους. Ενδεχομένως αυτό να αληθεύει, όμως από τη στιγμή που αποφάσισαν να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη πρέπει να αντιληφθούν ότι τα κράτη – μέλη εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Όταν έχει φανεί ότι το ελληνικό πρόβλημα χρέους είναι κατ' επέκταση ευρωπαϊκό πρόβλημα, οι συμπαθείς Σλοβάκοι δεν νοείται να θέλουν να βγάλουν την ουρά τους εκτός σαν να μην τους αφορά. Ακόμα, οι Σλοβάκοι δεν εκτιμούν το γεγονός ότι η Ελλάδα στήριξε την ευρωπαϊκή τους προοπτική, ενώ ταυτοχρόνως παραβλέπουν ότι από τους Έλληνες που φοιτούν στα πανεπιστήμια της Μπρατισλάβας, κερδίζουν ετησίως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αντί να επιδείξουν αλληλεγγύη και ευρωπαϊκή στήριξη, οι Σλοβάκοι προσβάλουν τον ελληνικό λαό με τις διαφημίσεις τους. Σε περίπτωση που δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον του ευρώ και είναι ενάντια σε κάθε βοήθεια προς τα δοκιμαζόμενα κράτη-μέλη, ας φύγουν από το 'προβληματικό' ευρώ και ας επιστρέψουν στη σλοβάκικη κορώνα. Αν είναι επιλογή τους να επενδύσουν ξανά στα έθνη - κράτη οφείλουν να το δηλώσουν ξεκάθαρα ώστε να γνωρίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες ποιοι επιθυμούν τη διατήρηση της ενοποίησης και ποιοι όχι. Αν τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν πραγματική αλληλεγγύη και σύμπνοια δεν θα έφτανε ως εδώ η Ευρώπη. Αλλά όταν είναι ανύπαρκτη η ευρωπαϊκή ηγεσία, οι Σλοβάκοι βρίσκουν και τα κάνουν.
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΤΕΡΑΣΤΙΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ
Συμπληρώθηκαν αισίως δυο χρόνια κυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην ελληνική κοινωνία είναι τεράστιες. Ουδείς σήμερα ασχολείται με το γεγονός ότι στις περασμένες εκλογές το ΠΑΣΟΚ θριάμβευσε με 11 μονάδες διαφοράς της παραπαίουσας τότε ΝΔ. Το προεκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ ‘’λεφτά υπάρχουν’’, είχε τεράστια δυναμική ενώ σήμερα έχει γίνει αντικείμενο χλεύης. Το σύνθημα αυτό, αν και απολύτως σωστό, γύρισε μπούμερανγκ στην κυβέρνηση. Και είναι απολύτως σωστό, καθώς λεφτά πραγματικά υπάρχουν, όμως ακόμα δεν έχει καταφέρει η κυβέρνηση να τα φέρει εντός Ελλάδας. Υπάρχει τεράστιος πλούτος σε καταθέσεις και λογαριασμούς, ο οποίος βρίσκεται σε ελβετικές και άλλες τράπεζες και ουσιαστικά παραμένει ανεκμετάλλευτος για την Ελλάδα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να την πληρώνουν συνέχεια οι ίδιοι άνθρωποι και οι έχοντες να μένουν στο απυρόβλητο.
Πριν δυο χρόνια, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, η ελληνική κοινωνία είχε τεράστιες απαιτήσεις από το ΠΑΣΟΚ, και κυρίως από τον Γιώργο Παπανδρέου. Είχε πειστεί από τα λόγια του Πρωθυπουργού ότι θα προχωρήσει στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, θα κάνει δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και θα πραγματώσει τη ‘δίκαιη κοινωνία’. Σε αντίθεση με τα λεγόμενα τους τέως Πρωθυπουργού για μηδενικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ο κ. Παπανδρέου υποσχόταν καλύτερες μέρες. Όμως λίγους μήνες μετά την πανηγυρική εκλογή του, η πραγματικότητα άλλαξε άρδην. Μέσα σε δυο μόλις χρόνια, η χώρα από την επίπλαστη ευημερία που ζούσε έχει οδηγηθεί στην τρόικα και στο μηχανισμό στήριξης και είναι ένα βήμα από τη χρεοκοπία και το ‘κούρεμα’ τους χρέους. Από εκεί που η Ελλάδα περνούσε απαρατήρητη σε διεθνές επίπεδο, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις τύπου Ολυμπιακών Αγώνων, καθημερινά πλέον το ελληνικό πρόβλημα χρέους απασχολεί όλες τις κυβερνήσεις και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Στα δυο χρόνια που έχουν περάσει από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες θετικές εξελίξεις όπως η μείωση των αλόγιστων δαπανών του δημοσίου τομέα (νοσοκομεία, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία) και η προσπάθεια για μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Το αρνητικό είναι ότι ακόμα περιμένει η κοινωνία την κατάργηση και συγχώνευση οργανισμών του δημοσίου που ουδεμία χρησιμότητα έχουν. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση των φαρμάκων, η τάξη που επιχειρείται να μπει στο για χρόνια στην εντατική ΕΣΥ, ο ‘Καλλικράτης’ στην τοπική αυτοδιοίκηση και το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι θετικές πρωτοβουλίες. Όπως θετική είναι και η βούληση για άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων που ακόμα κολλάει καθώς οι συντεχνίες αντιδρούν, έχοντας σε πολλές περιπτώσεις συμμάχους τους βουλευτές και υπουργούς.
Τα θετικά της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ τελειώνουν κάπου εδώ. Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε δυο χρόνια έχει μειωθεί αισθητά. Η περικοπή μισθών και συντάξεων από τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους ασφαλώς και δεν κινούνται στο πνεύμα της κοινωνικής δικαιοσύνης που εξήγγειλε προεκλογικά ο Πρωθυπουργός. Η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και φτάσαμε στο σημείο να ακούσουμε από το στόμα του κ. Παπανδρέου το αμίμητο ‘στόχος μου είναι σε κάθε οικογένεια να υπάρχει τουλάχιστον ένας εργαζόμενος’. Δυστυχώς εκεί έχουμε φτάσει. Με την αύξηση του ΦΠΑ και με την ένδεια που υπάρχει η αγορά έχει νεκρώσει και χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν κατεβάσει ρολά. Το μεγαλύτερο αρνητικό των δυο χρόνων είναι η ψυχολογία του Έλληνα. Ελάχιστοι είναι αυτοί που πιστεύουν πλέον ότι οι θυσίες τους θα φέρουν αποτέλεσμα . Οι συνεχιζόμενοι φόροι είναι μια ακόμη ένδειξη της κυβερνητικής ολιγωρίας – αποτυχίας. Δεν είναι ικανή να βρει τους φοροδιαφεύγοντες και βάζει συνέχεια νέους κεφαλικούς φόρους: φόρος στα ακίνητα, μεγαλύτερος φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, φόρος επιτηδεύματος, φόρος αλληλεγγύης, έκτακτη εισφορά. Ο μόνος φόρος που έπρεπε να μπει από την πρώτη μέρα, ο φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ακόμα αγνοείται για το κυβερνητικό επιτελείο. Ακόμα, σ’ αυτά τα δυο χρόνια φάνηκαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία στήθηκε η ευρωζώνη. Το κοινό νόμισμα απειλείται καθώς η ενοποίηση ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε από τις εθνικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες με πολιτικά κριτήρια. Μια οικονομική ένωση δεν έχει καμιά αξία αν δεν είναι προαπαιτούμενο η πολιτική ενοποίηση. Σήμερα, η μοίρα της Ελλάδας και της Ευρωζώνης ταυτίζεται. Για να σωθούν πρέπει να υπάρξουν άμεσες διαρθρωτικές αλλαγές, τιθάσευση των κερδοσκόπων, σύμπνοια και κυρίως ένας καθαρός πολιτικός λόγος από τους αξιωματούχους. Ένας καθαρός λόγος στον οποίο κεντρική θέση θα έχει ο άνθρωπος και όχι οι αγορές.
Πριν δυο χρόνια, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, η ελληνική κοινωνία είχε τεράστιες απαιτήσεις από το ΠΑΣΟΚ, και κυρίως από τον Γιώργο Παπανδρέου. Είχε πειστεί από τα λόγια του Πρωθυπουργού ότι θα προχωρήσει στις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές, θα κάνει δίκαιη αναδιανομή του πλούτου και θα πραγματώσει τη ‘δίκαιη κοινωνία’. Σε αντίθεση με τα λεγόμενα τους τέως Πρωθυπουργού για μηδενικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ο κ. Παπανδρέου υποσχόταν καλύτερες μέρες. Όμως λίγους μήνες μετά την πανηγυρική εκλογή του, η πραγματικότητα άλλαξε άρδην. Μέσα σε δυο μόλις χρόνια, η χώρα από την επίπλαστη ευημερία που ζούσε έχει οδηγηθεί στην τρόικα και στο μηχανισμό στήριξης και είναι ένα βήμα από τη χρεοκοπία και το ‘κούρεμα’ τους χρέους. Από εκεί που η Ελλάδα περνούσε απαρατήρητη σε διεθνές επίπεδο, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις τύπου Ολυμπιακών Αγώνων, καθημερινά πλέον το ελληνικό πρόβλημα χρέους απασχολεί όλες τις κυβερνήσεις και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Στα δυο χρόνια που έχουν περάσει από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ, έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες θετικές εξελίξεις όπως η μείωση των αλόγιστων δαπανών του δημοσίου τομέα (νοσοκομεία, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικά ταμεία) και η προσπάθεια για μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Το αρνητικό είναι ότι ακόμα περιμένει η κοινωνία την κατάργηση και συγχώνευση οργανισμών του δημοσίου που ουδεμία χρησιμότητα έχουν. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση των φαρμάκων, η τάξη που επιχειρείται να μπει στο για χρόνια στην εντατική ΕΣΥ, ο ‘Καλλικράτης’ στην τοπική αυτοδιοίκηση και το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι θετικές πρωτοβουλίες. Όπως θετική είναι και η βούληση για άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων που ακόμα κολλάει καθώς οι συντεχνίες αντιδρούν, έχοντας σε πολλές περιπτώσεις συμμάχους τους βουλευτές και υπουργούς.
Τα θετικά της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ τελειώνουν κάπου εδώ. Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων σε δυο χρόνια έχει μειωθεί αισθητά. Η περικοπή μισθών και συντάξεων από τους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους ασφαλώς και δεν κινούνται στο πνεύμα της κοινωνικής δικαιοσύνης που εξήγγειλε προεκλογικά ο Πρωθυπουργός. Η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και φτάσαμε στο σημείο να ακούσουμε από το στόμα του κ. Παπανδρέου το αμίμητο ‘στόχος μου είναι σε κάθε οικογένεια να υπάρχει τουλάχιστον ένας εργαζόμενος’. Δυστυχώς εκεί έχουμε φτάσει. Με την αύξηση του ΦΠΑ και με την ένδεια που υπάρχει η αγορά έχει νεκρώσει και χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν κατεβάσει ρολά. Το μεγαλύτερο αρνητικό των δυο χρόνων είναι η ψυχολογία του Έλληνα. Ελάχιστοι είναι αυτοί που πιστεύουν πλέον ότι οι θυσίες τους θα φέρουν αποτέλεσμα . Οι συνεχιζόμενοι φόροι είναι μια ακόμη ένδειξη της κυβερνητικής ολιγωρίας – αποτυχίας. Δεν είναι ικανή να βρει τους φοροδιαφεύγοντες και βάζει συνέχεια νέους κεφαλικούς φόρους: φόρος στα ακίνητα, μεγαλύτερος φόρος στο πετρέλαιο θέρμανσης, φόρος επιτηδεύματος, φόρος αλληλεγγύης, έκτακτη εισφορά. Ο μόνος φόρος που έπρεπε να μπει από την πρώτη μέρα, ο φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές ακόμα αγνοείται για το κυβερνητικό επιτελείο. Ακόμα, σ’ αυτά τα δυο χρόνια φάνηκαν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία στήθηκε η ευρωζώνη. Το κοινό νόμισμα απειλείται καθώς η ενοποίηση ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε από τις εθνικές και ευρωπαϊκές ηγεσίες με πολιτικά κριτήρια. Μια οικονομική ένωση δεν έχει καμιά αξία αν δεν είναι προαπαιτούμενο η πολιτική ενοποίηση. Σήμερα, η μοίρα της Ελλάδας και της Ευρωζώνης ταυτίζεται. Για να σωθούν πρέπει να υπάρξουν άμεσες διαρθρωτικές αλλαγές, τιθάσευση των κερδοσκόπων, σύμπνοια και κυρίως ένας καθαρός πολιτικός λόγος από τους αξιωματούχους. Ένας καθαρός λόγος στον οποίο κεντρική θέση θα έχει ο άνθρωπος και όχι οι αγορές.
Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2011
Η ΚΥΠΡΟΣ ΠΡΟΧΩΡΑ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
Με αφορμή την πρώτη γεώτρηση που πραγματοποιεί η Κύπρος στο ‘Οικόπεδο 12’ για εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, η ένταση στην περιοχή έχει ανέβει επικίνδυνα. Το Οικόπεδο 12 , ή αλλιώς «Αφροδίτη», είναι μια διερευνητική άδεια γεώτρησης που βρίσκεται στα ανοικτά της νότιας ακτής της Κύπρου και στη θαλάσσια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της χώρας. Βρίσκεται 34 χιλιόμετρα δυτικά του κοιτάσματος φυσικού αερίου ‘Λεβιάθαν’ του Ισραήλ, το οποίο είναι το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκε την τελευταία δεκαετία. Η ένταση η οποία έχει προκληθεί στην περιοχή, με τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της τουρκικής πλευράς, απορρέει από το γεγονός ότι το ‘Οικόπεδο 12’ είναι πολύ πιθανόν να περιέχει τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την Τουρκία, καθώς έγγραφα του τουρκικού κράτους που αποκαλύπτει η εφημερίδα «Σαμπάχ», αναφέρουν ότι υπάρχει μεγάλος πλούτος κάτω από το οικόπεδο «Αφροδίτη» στην ΑΟΖ της Κύπρου. Επίσης, γίνεται λόγος ότι στη Μεσόγειο υπάρχουν αποθέματα 15 τρισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου αξία 7 τρις δολαρίων.
Αναμφίβολα, εκτός από την τεράστια αξία του ορυκτού πλούτου που βρίσκεται στο Οικόπεδο Αφροδίτη, σημειώνεται μια εντυπωσιακή εξέλιξη, καθώς πλέον η Κύπρος, αν αποδειχθούν ακριβής οι προβλέψεις για την ύπαρξη τεράστιου αποθέματος φυσικού αερίου, αναβαθμίζεται γεωπολιτικά και για πρώτη φορά στην ιστορία της θα έχει εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης. Κάτι το οποίο ακόμα δεν έχει εκμεταλλευτεί η δική μας χώρα. Η έρευνα και αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου είναι κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι θέμα Κύπρου – Τουρκίας. Αυτό οφείλουν να το καταλάβουν οι Τούρκοι των οποίων οι αντιδράσεις στερούνται οποιασδήποτε θεμελίωσης από άποψη Διεθνούς Δικαίου, καθώς ενώ αρνούνται επίμονα να κυρώσουν τη Διεθνή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, παραβιάζουν καθημερινά και τους πάγιους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με κινδύνους πρόκλησης κλυδωνισμών για την ειρήνη, την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή. Για του λόγου το αληθές, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος ‘Πίρι Ρέις’ προ ημερών ξεκίνησε την πορεία του προς το ‘Οικόπεδο 12’, ενώ το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ξεκίνησαν τουρκικές αεροναυτικές ασκήσεις εντός του εναέριου χώρου της Λευκωσίας και σε ζώνη ανάμεσα στο Ακρωτήρι Λεμεσού και την πλατφόρμα της Νoble Energy, εταιρείας ας μην ξεχνάμε αμερικανικών και ισραηλιτικών συμφερόντων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χλιαρά αποδοκίμασε τη στάση της Τουρκίας και αναγνώρισε το δικαίωμα της Κύπρου για την γεώτρηση.
Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η Κύπρος από τις 12 Δεκεμβρίου 1988, προχώρησε στην επικύρωση της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Φεβρουάριο του 2003 και τον Ιανουάριο του 2007, η Κύπρος υπέγραψε συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και το Λίβανο, αντίστοιχα. Η συμφωνία βασίζεται στη διεθνώς αποδεκτή αρχή της μέσης γραμμής και τους όρους της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τον Δεκέμβριο του 2010 ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Εκτός των παραπάνω χωρών, η Κύπρος προσέγγισε και την Ελλάδα και της ζήτησε να προχωρήσουν στην οριοθέτηση της ΑΟΖ των δυο κρατών, αλλά δυστυχώς η Ελλάδα έχασε μια μεγάλη ευκαιρία που θα δημιουργούσε και ένα προηγούμενο όχι μόνο για το Καστελόριζο αλλά και θα δημιουργούσε μόνιμα θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Με λίγα λόγια, η Κύπρος προχωρά δυναμικά και η Ελλάδα απλώς παρακολουθεί τις εξελίξεις. Η περίπτωση της ΑΟΖ οφείλει να απασχολήσει σοβαρά την Ελλάδα. Είναι ζήτημα υψηλής στρατηγικής σημασίας να γίνει συντονισμός διπλωματικών ενεργειών στη βάση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θαλάσσης μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας για να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των δύο κρατών να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα. Επομένως είναι σημαντικό, η Ελλάδα να εγκαταλείψει το απαρχαιωμένο αίτημα για καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και να υιοθετήσει αυτό που εισήγαγε η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης δηλαδή να προχωρήσει απευθείας σε καθορισμό ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Κατά αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η θέση της Ελλάδος στο Αιγαίο καθώς επίσης και η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για χρόνια οι γείτονες Τούρκοι προκαλούν και ενταφιάζουν κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η χώρα μας μπορεί να αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα, ενώ η Τουρκία είναι ήδη μέσα στις είκοσι ισχυρότερες χώρες και σημειώνει μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η χώρα μας πρέπει να απεμπολήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι πολιτική προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Αναμφίβολα, εκτός από την τεράστια αξία του ορυκτού πλούτου που βρίσκεται στο Οικόπεδο Αφροδίτη, σημειώνεται μια εντυπωσιακή εξέλιξη, καθώς πλέον η Κύπρος, αν αποδειχθούν ακριβής οι προβλέψεις για την ύπαρξη τεράστιου αποθέματος φυσικού αερίου, αναβαθμίζεται γεωπολιτικά και για πρώτη φορά στην ιστορία της θα έχει εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης. Κάτι το οποίο ακόμα δεν έχει εκμεταλλευτεί η δική μας χώρα. Η έρευνα και αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου είναι κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι θέμα Κύπρου – Τουρκίας. Αυτό οφείλουν να το καταλάβουν οι Τούρκοι των οποίων οι αντιδράσεις στερούνται οποιασδήποτε θεμελίωσης από άποψη Διεθνούς Δικαίου, καθώς ενώ αρνούνται επίμονα να κυρώσουν τη Διεθνή Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, παραβιάζουν καθημερινά και τους πάγιους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με κινδύνους πρόκλησης κλυδωνισμών για την ειρήνη, την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή. Για του λόγου το αληθές, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος ‘Πίρι Ρέις’ προ ημερών ξεκίνησε την πορεία του προς το ‘Οικόπεδο 12’, ενώ το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ξεκίνησαν τουρκικές αεροναυτικές ασκήσεις εντός του εναέριου χώρου της Λευκωσίας και σε ζώνη ανάμεσα στο Ακρωτήρι Λεμεσού και την πλατφόρμα της Νoble Energy, εταιρείας ας μην ξεχνάμε αμερικανικών και ισραηλιτικών συμφερόντων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χλιαρά αποδοκίμασε τη στάση της Τουρκίας και αναγνώρισε το δικαίωμα της Κύπρου για την γεώτρηση.
Στο σημείο αυτό αξίζει ν’ αναφερθεί ότι η Κύπρος από τις 12 Δεκεμβρίου 1988, προχώρησε στην επικύρωση της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το Φεβρουάριο του 2003 και τον Ιανουάριο του 2007, η Κύπρος υπέγραψε συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και το Λίβανο, αντίστοιχα. Η συμφωνία βασίζεται στη διεθνώς αποδεκτή αρχή της μέσης γραμμής και τους όρους της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τον Δεκέμβριο του 2010 ακολούθησε η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ για την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Εκτός των παραπάνω χωρών, η Κύπρος προσέγγισε και την Ελλάδα και της ζήτησε να προχωρήσουν στην οριοθέτηση της ΑΟΖ των δυο κρατών, αλλά δυστυχώς η Ελλάδα έχασε μια μεγάλη ευκαιρία που θα δημιουργούσε και ένα προηγούμενο όχι μόνο για το Καστελόριζο αλλά και θα δημιουργούσε μόνιμα θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Με λίγα λόγια, η Κύπρος προχωρά δυναμικά και η Ελλάδα απλώς παρακολουθεί τις εξελίξεις. Η περίπτωση της ΑΟΖ οφείλει να απασχολήσει σοβαρά την Ελλάδα. Είναι ζήτημα υψηλής στρατηγικής σημασίας να γίνει συντονισμός διπλωματικών ενεργειών στη βάση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θαλάσσης μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας για να κατοχυρωθεί το δικαίωμα των δύο κρατών να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα. Επομένως είναι σημαντικό, η Ελλάδα να εγκαταλείψει το απαρχαιωμένο αίτημα για καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και να υιοθετήσει αυτό που εισήγαγε η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θαλάσσης δηλαδή να προχωρήσει απευθείας σε καθορισμό ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Κατά αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η θέση της Ελλάδος στο Αιγαίο καθώς επίσης και η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για χρόνια οι γείτονες Τούρκοι προκαλούν και ενταφιάζουν κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η χώρα μας μπορεί να αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα, ενώ η Τουρκία είναι ήδη μέσα στις είκοσι ισχυρότερες χώρες και σημειώνει μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η χώρα μας πρέπει να απεμπολήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι πολιτική προτεραιότητα για την κυβέρνηση.
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011
ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩ
Η χρεοκοπία όπως γράψαμε και την περασμένη βδομάδα, δεν είναι και τόσο μακριά. Και δεν είναι για τον απλούστατο λόγο ότι το κομματικό - πολιτικό σύστημα είναι κατώτερο των περιστάσεων και δεν έχει καταφέρει ως τώρα να πείσει πολίτες, εταίρους και αγορές σχετικά με την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα και τη διάθεσή του να συγκρουστεί με κατεστημένα για το καλό της πατρίδας. Ακούγονται διάφορες εκδοχές σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο σχετικά με τη μορφή που θα πάρει η ελληνική χρεοκοπία, όποτε και εάν συμβεί. Μιλούν για ελεγχόμενη ή ακόμα και για άτακτη. Άλλοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα πρέπει να μείνει στο ευρώ ενώ άλλοι όχι. Βλέπουν την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη ως μια μορφής τιμωρία για τη δημοσιονομική απειθαρχία και την αδυναμία πάταξης διαφόρων κακώς κειμένων. Ακριβώς αυτό το σημείο είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνο για την ελληνική και κατ’ επέκταση ευρωπαϊκή κρίση χρέους.
Από την πρώτη στιγμή που η κρίση εμφανίστηκε στην Ευρώπη, οι ισχυρές οικονομίες τύπου Γερμανίας σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά. Είχαν επαναπαυτεί στη δική τους ανάπτυξη και ευημερία και δεν ήθελαν επουδενί να δώσουν λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Κοντόφθαλμα πίστευαν ότι αν μια χώρα έχει πρόβλημα χρέους, δεν πρόκειται να απειληθούν οι υπόλοιπες. Αυτή η άποψη έφερε μια συμπεριφορά ρεβανσιστική και κάπως έτσι η Ελλάδα αφέθηκε μόνη της να βγάλει το φίδι από την τρύπα σε ένα πρόβλημα που δεν ήταν αποκλειστικά δικό της. Ουδείς νοήμων άνθρωπος αρνείται ότι η πλειοψηφία των πολιτικών μας ευθύνεται για το ευρύ και σπάταλο κράτος, για το ξεχείλωμα των ελλειμμάτων και του χρέους και εν τέλει για την αναποτελεσματική πολιτική. Αυτή εξάλλου έφερε τους συνεχιζόμενους έκτατους φόρους, την πτώση του βιοτικού επιπέδου μέσω της περικοπής μισθών και συντάξεων και τη συνολική κατήφεια που επικρατεί στην καθημερινότητά μας. Από την άλλη όμως, κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι και η Ευρώπη δεν έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Από το ευρωπαϊκό όραμα των Ρομπέρτ Σουμάν και Ζαν Μοννέ για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, φτάσαμε σήμερα σε μια φοβική Ευρώπη που η μια χωρά κοιτά την άλλη με καχυποψία. Ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και κάθε προβληματική χώρα αφήνετε στην τύχη της. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα να ακούγονται ακόμα και από ευρωπαίους αξιωματούχους σενάρια για έξοδο της χώρας μας από το Ευρώ. Σε περίπτωση εξόδου από το Ευρώ, η χώρα θα χάσει τουλάχιστον το 50% του ΑΕΠ, το οικονομικοκοινωνικό χάος που θα προκύψει θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες, το πολιτικό σκηνικό θα καταρρεύσει ενώ γεωπολιτικά θα οπισθοχωρήσουμε σε ιστορικά προηγούμενα στάδια αστάθειας και ανασφάλειας με ότι αυτό συνεπάγεται στις εθνικές διεκδικήσεις.
Αν γυρνούσαμε στην υπερήφανη πλην όμως φτωχή δραχμή, τότε αυτομάτως το εθνικό μας νόμισμα θα ήταν υποτιμημένο κατά 30% ή 40% σχετικά με το, οι εισαγωγές θα ήταν πολύ πιο ακριβές και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την εκτίναξη του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους. Το δημόσιο χρέος, είναι κατά 2/3 σε ευρώ και θα έπρεπε να ανατιμηθεί σε μια ημέρα πάνω από 25%. Ο συνδυασμός των παραπάνω θα είχε ολέθριες συνέπειες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς οποιαδήποτε συζήτηση για ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα είχε πλέον νόημα. Πέρα από τις ευρωπαϊκές ευθύνες , πρέπει να επανέλθουμε στις ευθύνες και στις υποχρεώσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση πρέπει να υπερβάλουν εαυτούς για να μην οδηγηθούμε στο έσχατο σενάριο της άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου από το Ευρώ. Η μεν κυβέρνηση οφείλει να εντάξει τα σπασμωδικά μέτρα που παίρνει σε μια συνολική πολιτική και από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να πάψει να είναι δημαγωγική και λαϊκιστική και να δει το πρόβλημα κατάματα. Η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη δεν συμφέρει κανέναν, θα ισοδυναμούσε με πλήρη καταστροφή. Αυτό το ξέρουν οι πολίτες, οφείλουν όμως να το καταλάβουν και οι πολιτικοί, Έλληνες και Ευρωπαίοι.
Από την πρώτη στιγμή που η κρίση εμφανίστηκε στην Ευρώπη, οι ισχυρές οικονομίες τύπου Γερμανίας σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά. Είχαν επαναπαυτεί στη δική τους ανάπτυξη και ευημερία και δεν ήθελαν επουδενί να δώσουν λύση στο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Κοντόφθαλμα πίστευαν ότι αν μια χώρα έχει πρόβλημα χρέους, δεν πρόκειται να απειληθούν οι υπόλοιπες. Αυτή η άποψη έφερε μια συμπεριφορά ρεβανσιστική και κάπως έτσι η Ελλάδα αφέθηκε μόνη της να βγάλει το φίδι από την τρύπα σε ένα πρόβλημα που δεν ήταν αποκλειστικά δικό της. Ουδείς νοήμων άνθρωπος αρνείται ότι η πλειοψηφία των πολιτικών μας ευθύνεται για το ευρύ και σπάταλο κράτος, για το ξεχείλωμα των ελλειμμάτων και του χρέους και εν τέλει για την αναποτελεσματική πολιτική. Αυτή εξάλλου έφερε τους συνεχιζόμενους έκτατους φόρους, την πτώση του βιοτικού επιπέδου μέσω της περικοπής μισθών και συντάξεων και τη συνολική κατήφεια που επικρατεί στην καθημερινότητά μας. Από την άλλη όμως, κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι και η Ευρώπη δεν έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Από το ευρωπαϊκό όραμα των Ρομπέρτ Σουμάν και Ζαν Μοννέ για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, φτάσαμε σήμερα σε μια φοβική Ευρώπη που η μια χωρά κοιτά την άλλη με καχυποψία. Ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και κάθε προβληματική χώρα αφήνετε στην τύχη της. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα να ακούγονται ακόμα και από ευρωπαίους αξιωματούχους σενάρια για έξοδο της χώρας μας από το Ευρώ. Σε περίπτωση εξόδου από το Ευρώ, η χώρα θα χάσει τουλάχιστον το 50% του ΑΕΠ, το οικονομικοκοινωνικό χάος που θα προκύψει θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες, το πολιτικό σκηνικό θα καταρρεύσει ενώ γεωπολιτικά θα οπισθοχωρήσουμε σε ιστορικά προηγούμενα στάδια αστάθειας και ανασφάλειας με ότι αυτό συνεπάγεται στις εθνικές διεκδικήσεις.
Αν γυρνούσαμε στην υπερήφανη πλην όμως φτωχή δραχμή, τότε αυτομάτως το εθνικό μας νόμισμα θα ήταν υποτιμημένο κατά 30% ή 40% σχετικά με το, οι εισαγωγές θα ήταν πολύ πιο ακριβές και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα την εκτίναξη του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους. Το δημόσιο χρέος, είναι κατά 2/3 σε ευρώ και θα έπρεπε να ανατιμηθεί σε μια ημέρα πάνω από 25%. Ο συνδυασμός των παραπάνω θα είχε ολέθριες συνέπειες και σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς οποιαδήποτε συζήτηση για ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν θα είχε πλέον νόημα. Πέρα από τις ευρωπαϊκές ευθύνες , πρέπει να επανέλθουμε στις ευθύνες και στις υποχρεώσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση πρέπει να υπερβάλουν εαυτούς για να μην οδηγηθούμε στο έσχατο σενάριο της άτακτης χρεοκοπίας και της εξόδου από το Ευρώ. Η μεν κυβέρνηση οφείλει να εντάξει τα σπασμωδικά μέτρα που παίρνει σε μια συνολική πολιτική και από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να πάψει να είναι δημαγωγική και λαϊκιστική και να δει το πρόβλημα κατάματα. Η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη δεν συμφέρει κανέναν, θα ισοδυναμούσε με πλήρη καταστροφή. Αυτό το ξέρουν οι πολίτες, οφείλουν όμως να το καταλάβουν και οι πολιτικοί, Έλληνες και Ευρωπαίοι.
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011
Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ
Τις τελευταίες μέρες οι πιέσεις της τρόικα προς τη χώρα μας ήταν αφόρητες για την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Ακόμα και σήμερα, η καταβολή της έκτης δόσης βρίσκεται στον αέρα. Τους καλοκαιρινούς μήνες η κυβέρνηση χωρίς κανένα λόγο φάνηκε να επαναπαύεται στη συμφωνία που υπεγράφη στις 21 Απριλίου. Μόνο ο κ. Ραγκούσης εν μέσω θέρος επιχείρησε να ‘ανοίξει’ οριστικά και αμετάκλητα χωρίς επιμέρους εκπτώσεις το επάγγελμα των αυτοκινητιστών και λοιδορήθηκε περισσότερο από ‘συντρόφους’ του και λιγότερο από την αντιπολίτευση. Το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο αναλώθηκε σε δηλώσεις και συνεντεύξεις χωρίς ωστόσο να προχωρά τις μεταρρυθμίσεις που το ίδιο πρότεινε και αποδέχτηκε. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να μην προχωρήσει κάποια ιδιωτικοποίηση, τα έσοδα του κράτους να είναι μηδενικά, το πλεονάζον δυναμικό του κρατικού μηχανισμού να παραμένει και να επιβάλλεται άρον – άρον η φορολόγηση των σπιτιών μέσω του τιμολογίου της ΔΕΗ.
Ο κ. Βενιζέλος εν μέσω έντονης φημολογίας για επιβολή νέων μέτρων, δήλωσε κάτι που έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο εδώ και καιρό: η πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων για τη σωτηρία της χώρας. Αν η κυβέρνηση είχε δείξει την απαραίτητη βούληση τους μήνες που πέρασαν τα πράγματα θα ήταν σήμερα καλύτερα τόσο για την οικονομία όσο και για την χώρα. Αυτό που δεν είπε ο κ. Βενιζέλος αλλά είναι πολύ πιθανό να συμβεί, είναι η επιβολή νέων μέτρων. Μέτρα όπως η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και η κατάργηση κρατικών φορέων. Με τα μέτρα που έχουν επιβληθεί αλλά και με αυτά που έρχονται από τις Βρυξέλλες, το βιοτικό μας επίπεδο θα πέσει και άλλο. Παρά τις διαρκείς θυσίες, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί στον ελληνικό λαό ότι ο κίνδυνος ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας έχει περάσει. Αυτή ακριβώς είναι και η αποτυχία του πολιτικού συστήματος. Ακόμα και μετά από ότι έχει συμβεί στη χώρα τα τελευταία δυο χρόνια αδυνατεί να δώσει ελπίδα και προοπτική. Η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει αυτά που πιστεύει ότι είναι αναγκαία για τη σωτηρία της χώρας και η αξιωματική αντιπολίτευση αναλώνεται σε ιδέες επαναδιαπραγμάτευσης χωρίς να προτείνει κάτι ρεαλιστικό και συγκεκριμένο.
Πέρα από το παραπάνω συμπέρασμα, ένα ακόμα που προκύπτει από τις εξελίξεις είναι ότι φαντάζει ποιο πιθανό από ποτέ κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον να οδηγηθούμε σε κάποιας μορφής χρεοκοπία. Ουδείς θέλει να είναι απαισιόδοξος και να κινδυνολογεί, όμως φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο η χώρα να τα καταφέρει. Οι λόγοι είναι πολλοί. Αρχικά, η αναποτελεσματικότητα που δείχνει η κυβέρνηση και η ανεύθυνη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν κάνει τις αγορές και την τρόικα αρκετά δύσπιστους απέναντί μας. Όσο η αναποτελεσματικότητα θα παραμένει, τα ταμεία θα μένουν άδεια, η ανάπτυξη θα μένει στα χαρτιά, η κοινωνία θα βράζει και η ύφεση θα εντείνεται. Αυτό θα οδηγήσει σε καταστροφή πολλά νοικοκυριά και θα συρρικνώσει τη μεσαία τάξη. Εκτός όμως από τις ευθύνες του πολιτικού κόσμου, για το αναπόφευκτο που φαίνεται πως πλησιάζει, φταίει και η νοοτροπία μιας ολόκληρης γενιάς που γαλουχήθηκε με βάση τον ωχαδερφισμό, το λάδωμα, τη νοθεία, τη ‘μαγκιά’ και την κουτοπονηριά. Η νοοτροπία αυτής της γενιάς είχε αναγάγει τη φοροδιαφυγή σε εθνικό σπορ, τον υπερκαταναλωτισμό και την προβολή σε τρόπο ζωής και λαμογιά σε επίδειξη ισχύς. Η γενιά αυτή ως επί το πλείστον ψήφιζε εκείνους που θα τακτοποιούσαν το παιδί τους στο δημόσιο, εκείνους που θα βοηθούσαν για τη χορήγηση κάποιας σύνταξης ή επιδόματος μαϊμού και εν τέλει εκείνους που θα ικανοποιούσαν τα θέλω τους κόντρα στις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας.
Κάπως έτσι η χώρα μας οδηγήθηκε στο σημείο μηδέν. Χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο, με ευκαιριακές λογικές και με βάση την αρχή ‘ να μη θίξω συμφέροντα αν θέλω να έχω μέλλον’. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν θα γλιτώσουμε τη χρεοκοπία, ούτε καν το υπουργικό συμβούλιο. Αυτό όμως που μπορεί να διαπιστώσει ακόμα και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του πολιτικού μας συστήματος, είναι ότι το τελευταίο είναι καταφανώς κατώτερο των περιστάσεων. Δεν εμπνέει, δεν δίνει ελπίδα και δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να αποτρέψει την καταστροφή που είναι προ των πυλών.
Ο κ. Βενιζέλος εν μέσω έντονης φημολογίας για επιβολή νέων μέτρων, δήλωσε κάτι που έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο εδώ και καιρό: η πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων για τη σωτηρία της χώρας. Αν η κυβέρνηση είχε δείξει την απαραίτητη βούληση τους μήνες που πέρασαν τα πράγματα θα ήταν σήμερα καλύτερα τόσο για την οικονομία όσο και για την χώρα. Αυτό που δεν είπε ο κ. Βενιζέλος αλλά είναι πολύ πιθανό να συμβεί, είναι η επιβολή νέων μέτρων. Μέτρα όπως η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και η κατάργηση κρατικών φορέων. Με τα μέτρα που έχουν επιβληθεί αλλά και με αυτά που έρχονται από τις Βρυξέλλες, το βιοτικό μας επίπεδο θα πέσει και άλλο. Παρά τις διαρκείς θυσίες, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί στον ελληνικό λαό ότι ο κίνδυνος ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας έχει περάσει. Αυτή ακριβώς είναι και η αποτυχία του πολιτικού συστήματος. Ακόμα και μετά από ότι έχει συμβεί στη χώρα τα τελευταία δυο χρόνια αδυνατεί να δώσει ελπίδα και προοπτική. Η κυβέρνηση δεν εφαρμόζει αυτά που πιστεύει ότι είναι αναγκαία για τη σωτηρία της χώρας και η αξιωματική αντιπολίτευση αναλώνεται σε ιδέες επαναδιαπραγμάτευσης χωρίς να προτείνει κάτι ρεαλιστικό και συγκεκριμένο.
Πέρα από το παραπάνω συμπέρασμα, ένα ακόμα που προκύπτει από τις εξελίξεις είναι ότι φαντάζει ποιο πιθανό από ποτέ κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον να οδηγηθούμε σε κάποιας μορφής χρεοκοπία. Ουδείς θέλει να είναι απαισιόδοξος και να κινδυνολογεί, όμως φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο η χώρα να τα καταφέρει. Οι λόγοι είναι πολλοί. Αρχικά, η αναποτελεσματικότητα που δείχνει η κυβέρνηση και η ανεύθυνη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν κάνει τις αγορές και την τρόικα αρκετά δύσπιστους απέναντί μας. Όσο η αναποτελεσματικότητα θα παραμένει, τα ταμεία θα μένουν άδεια, η ανάπτυξη θα μένει στα χαρτιά, η κοινωνία θα βράζει και η ύφεση θα εντείνεται. Αυτό θα οδηγήσει σε καταστροφή πολλά νοικοκυριά και θα συρρικνώσει τη μεσαία τάξη. Εκτός όμως από τις ευθύνες του πολιτικού κόσμου, για το αναπόφευκτο που φαίνεται πως πλησιάζει, φταίει και η νοοτροπία μιας ολόκληρης γενιάς που γαλουχήθηκε με βάση τον ωχαδερφισμό, το λάδωμα, τη νοθεία, τη ‘μαγκιά’ και την κουτοπονηριά. Η νοοτροπία αυτής της γενιάς είχε αναγάγει τη φοροδιαφυγή σε εθνικό σπορ, τον υπερκαταναλωτισμό και την προβολή σε τρόπο ζωής και λαμογιά σε επίδειξη ισχύς. Η γενιά αυτή ως επί το πλείστον ψήφιζε εκείνους που θα τακτοποιούσαν το παιδί τους στο δημόσιο, εκείνους που θα βοηθούσαν για τη χορήγηση κάποιας σύνταξης ή επιδόματος μαϊμού και εν τέλει εκείνους που θα ικανοποιούσαν τα θέλω τους κόντρα στις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας.
Κάπως έτσι η χώρα μας οδηγήθηκε στο σημείο μηδέν. Χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο, με ευκαιριακές λογικές και με βάση την αρχή ‘ να μη θίξω συμφέροντα αν θέλω να έχω μέλλον’. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν θα γλιτώσουμε τη χρεοκοπία, ούτε καν το υπουργικό συμβούλιο. Αυτό όμως που μπορεί να διαπιστώσει ακόμα και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του πολιτικού μας συστήματος, είναι ότι το τελευταίο είναι καταφανώς κατώτερο των περιστάσεων. Δεν εμπνέει, δεν δίνει ελπίδα και δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να αποτρέψει την καταστροφή που είναι προ των πυλών.
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011
ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΡΚΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΒΓΕΙ ΤΙΠΟΤΑ
Από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ο Υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε την ομόφωνη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για έκτακτο ειδικό τέλος στα ακίνητα, από πενήντα λεπτά ως δέκα ευρώ, ανά τετραγωνικό μέτρο, το οποίο θα επιβληθεί και θα εισπραχθεί μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ. Το νέο αυτό χαράτσι θα έχει διάρκεια 2 χρόνια και όπως φαίνεται το ίδιο έργο συνεχίζεται: Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Οι συνεπείς φορολογούμενοι εξισώνονται για άλλη μια φορά με τους φοροδιαφεύγοντες. Η κυβέρνηση συνεχίζει να αντιλαμβάνεται κάπως λάθος το πρόβλημα της οικονομίας. Συνεχίζει την αφαίμαξη της μικρομεσαίας τάξης ενώ ταυτόχρονα δεν ακουμπά τα υψηλά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Ο πολίτης εκείνος που είναι τυπικός απέναντι στις υποχρεώσεις του καλείται για άλλη μια φορά να βάλει πλάτη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να τον βεβαιώσει κάποιος ότι δεν θα κληθεί και σε έναν μήνα να κάνει το ίδιο. Το μέγεθος της επιβληθείσας έκτακτης φορολογίας δείχνει ότι οι φοροελεγκτικοί και φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δεν μπορεί να είναι σε θέση να γνωρίζει κανείς αν αυτό είναι στα πλαίσια της ‘’λευκής απεργίας’’ που είχε εξαγγείλει και ο κ. Παπασπύρος ή αν έχει να κάνει με τη μη βούληση της πολιτικής ηγεσίας και τις περιορισμένες ικανότητες των εργαζομένων.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συνεχιζόμενη άμεση και έμμεση φορολόγηση, χωρίς να υποστηρίζεται από την ανάπτυξη και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, θα οδηγήσει στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και στον αφανισμό των μικροτέρων. Τη στιγμή που κάθε οικογένεια έχει τουλάχιστον έναν άνεργο, χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο και οι μισθοί και οι συντάξεις τραβούν την κατηφόρα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται απέναντι στον ΦΠΑ του 23% και στα νέα φορολογικά μέτρα. Τα ‘παλιά’ μέτρα δεν έχουν πιάσει, και ως εκ τούτου επιβάλλονται και άλλα, τα οποία θα μεγαλώσουν τις ανισότητες και είναι αμφίβολο αν θα λύσουν τα προβλήματα του ελλείμματος και του χρέους. Τα τελευταία μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ριζοσπαστικές κινήσεις και όχι με ευκαιριακά τεχνάσματα τα οποία είναι και κοινωνικά άδικα. Θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πρωτίστως με κατάργηση ζημιογόνων ΔΕΚΟ και λοιπών οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Τόσες φορές έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση αλλά ακόμα να υλοποιηθεί το οτιδήποτε. Ακόμα, κάποια αστεία επιδόματα και πλαστές αναπηρικές συντάξεις και έπρεπε ήδη να έχουν κοπεί. Όπως επίσης θα έπρεπε ήδη να έχουν φορολογηθεί και τα χρήματα όλων των εχόντων που οι τελευταίοι έσπευσαν να τα βγάλουν από τη χώρα μπρος στο φόβο της πτώχευσης και της φορολογίας.
Όλα τα παραπάνω, μαζί με την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και με την εύρυθμη λειτουργία του φοροελεγκτικού και φοροεισπρακτικού τομέα, θα είχαν αποτρέψει τη συνεχιζόμενη φορολόγηση των ευπαθών ομάδων. Θα είχαν επίσης δώσει στην κυβέρνηση την απαραίτητη ηρεμία για να προχωρήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα είχαν δώσει στους πολίτες να καταλάβουν ότι τα μέτρα είναι αναγκαία αλλά ταυτοχρόνως καλύπτουν και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Από το τι γίνεται όμως μέχρι το τι θα έπρεπε να έχει γίνει, η απόσταση είναι μεγάλη. Οι υποχρεώσεις της χώρας τρέχουν και η κυβέρνηση συνεχίζει να προωθεί τη φορολογία έναντι της ανάπτυξης και της περιστολής των κρατικών δαπανών. Η φορολογία είναι υποχρέωση του κάθε πολίτη, όμως πρέπει να είναι ισομερής και δίκαιη. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, για άλλη μια φορά τα χλωρά καίγονται μαζί με τα ξερά. Και από αυτή τη φωτιά κινδυνεύει να καεί κάθε ελπίδα της χώρας μας για έξοδο από την κρίση.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η συνεχιζόμενη άμεση και έμμεση φορολόγηση, χωρίς να υποστηρίζεται από την ανάπτυξη και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, θα οδηγήσει στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και στον αφανισμό των μικροτέρων. Τη στιγμή που κάθε οικογένεια έχει τουλάχιστον έναν άνεργο, χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν βάλει λουκέτο και οι μισθοί και οι συντάξεις τραβούν την κατηφόρα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται απέναντι στον ΦΠΑ του 23% και στα νέα φορολογικά μέτρα. Τα ‘παλιά’ μέτρα δεν έχουν πιάσει, και ως εκ τούτου επιβάλλονται και άλλα, τα οποία θα μεγαλώσουν τις ανισότητες και είναι αμφίβολο αν θα λύσουν τα προβλήματα του ελλείμματος και του χρέους. Τα τελευταία μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ριζοσπαστικές κινήσεις και όχι με ευκαιριακά τεχνάσματα τα οποία είναι και κοινωνικά άδικα. Θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν πρωτίστως με κατάργηση ζημιογόνων ΔΕΚΟ και λοιπών οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Τόσες φορές έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση αλλά ακόμα να υλοποιηθεί το οτιδήποτε. Ακόμα, κάποια αστεία επιδόματα και πλαστές αναπηρικές συντάξεις και έπρεπε ήδη να έχουν κοπεί. Όπως επίσης θα έπρεπε ήδη να έχουν φορολογηθεί και τα χρήματα όλων των εχόντων που οι τελευταίοι έσπευσαν να τα βγάλουν από τη χώρα μπρος στο φόβο της πτώχευσης και της φορολογίας.
Όλα τα παραπάνω, μαζί με την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και με την εύρυθμη λειτουργία του φοροελεγκτικού και φοροεισπρακτικού τομέα, θα είχαν αποτρέψει τη συνεχιζόμενη φορολόγηση των ευπαθών ομάδων. Θα είχαν επίσης δώσει στην κυβέρνηση την απαραίτητη ηρεμία για να προχωρήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα είχαν δώσει στους πολίτες να καταλάβουν ότι τα μέτρα είναι αναγκαία αλλά ταυτοχρόνως καλύπτουν και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Από το τι γίνεται όμως μέχρι το τι θα έπρεπε να έχει γίνει, η απόσταση είναι μεγάλη. Οι υποχρεώσεις της χώρας τρέχουν και η κυβέρνηση συνεχίζει να προωθεί τη φορολογία έναντι της ανάπτυξης και της περιστολής των κρατικών δαπανών. Η φορολογία είναι υποχρέωση του κάθε πολίτη, όμως πρέπει να είναι ισομερής και δίκαιη. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, για άλλη μια φορά τα χλωρά καίγονται μαζί με τα ξερά. Και από αυτή τη φωτιά κινδυνεύει να καεί κάθε ελπίδα της χώρας μας για έξοδο από την κρίση.
Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011
ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
Εκτός από τις πυρετώδεις διαπραγματεύσεις με την τρόικα για την καταβολή της έκτης δόσης, ένα ακόμα ζήτημα που απασχολεί την κυβέρνηση είναι η αναταραχή που έχει ξεσπάσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα σχετικά με το νομοσχέδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εν τέλει ψηφίστηκε τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη ΝΔ. Σημαντικές αλλαγές που φέρνει το νομοσχέδιο είναι στην εκλογή των πρυτάνεων, στο θέμα του ασύλου, στους αιώνιους φοιτητές, στην αξιολόγηση καθώς και στη διοίκηση του εκάστοτε ιδρύματος. Με το νομοσχέδιο επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης που θα βάζει επιτέλους τέλος στα φαινόμενα διαφθοράς και συναλλαγής που έχουν πολλάκις ταλανίσει το χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Για πρώτη φορά γίνεται λόγος για αξιολόγηση των καθηγητών και αυτό είναι αναμφίβολα ένα θετικό στοιχείο. Η αξιολόγηση πρέπει να αφορά και στο επιστημονικό έργο και τη διδασκαλία στα αμφιθέατρα. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν μέλη ΔΕΠ στην Ελλάδα που εμφανίζουν μηδενικές επιστημονικές δημοσιεύσεις και αναφορές, καθώς επίσης και μεγάλος αριθμός καθηγητών που χωρίς λόγο δεν παρουσιάζεται στις παραδόσεις μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Σχετικά με τη φοιτητική ιδιότητα, θα διατηρείται με την εγγραφή των φοιτητών σε κάθε εξάμηνο. Αυτή θα χάνεται σε περίπτωση μη εγγραφής σε δύο συνεχόμενα εξάμηνα. Αυτό δίνει τέλος στο φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών, κάτι το οποίο συνέβαινε συχνά. Από την άλλη, οι φοιτητές που αποδεδειγμένα εργάζονται δύνανται να εγγράφονται με καθεστώς μερικής φοίτησης.
Σχετικά με το άσυλο, για πρώτη φορά δεν κατοχυρώνεται επισήμως και αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει την πλειοψηφία των φοιτητών, κυρίως των φοιτητών – μελών παρατάξεων, απέναντι στο νομοσχέδιο. Το ακαδημαϊκό άσυλο πρέπει να αφορά την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, την έρευνα και τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΑΕΙ και των εργαζομένων σε αυτά, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει. Στο όνομα του ακαδημαϊκού ασύλου τα Πανεπιστήμια κατά καιρούς βανδαλίζονται από τους γνωστούς-αγνώστους και δυστυχώς όλοι μας έχουμε παρατηρήσει σχολές να καίγονται, να καταστρέφονται και όλα αυτά πάντα στο όνομα του ακαδημαϊκού ασύλου. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον και το νομοσχέδιο επιχειρεί να την αλλάξει. Ακούγονται κραυγές από πολλούς ότι με το νομοσχέδιο αυτό μπαίνει ταφόπλακα στη δημόσια δωρεάν παιδεία και στη φοιτητική μέριμνα και ότι αποτελεί το σκαλοπάτι για την είσοδο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κραυγές οι οποίες προέρχονται και από τους πρυτάνεις και από όσους άλλους ήταν βολεμένοι με την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε στα ελληνικά πανεπιστήμια. Με τα περιστατικά διαφθοράς, κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος και συνδιαλλαγών. Δεν υπάρχει άνθρωπος με στοιχειώδη λογική, με εμπειρία από τη λειτουργία των δικών μας ΑΕΙ και με θητεία ως φοιτητής ή ως καθηγητής σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο που να μη γνωρίζει την αλήθεια. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν προ πολλού χάσει επαφή με τον σκοπό για τον οποίον ιδρύθηκαν και ως χώρα έχουμε μια αναχρονιστική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο προτείνει να εφαρμοστούν τα αυτονόητα, δηλαδή αυτά που ισχύουν αιώνες τώρα στα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Και στο παρελθόν επιχειρήθηκαν αλλαγές, αλλά συνεχώς έβρισκαν απέναντί τους το κατεστημένο που έχει δημιουργηθεί από διδάσκοντες και διδασκόμενους. Και είναι να μελαγχολεί κανείς όταν σκέφτεται ότι η κατά καιρούς οπισθοδρόμηση προκλήθηκε από τις μειοψηφίες που κυριαρχούν στις ακαδημαϊκές κοινότητες. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία είναι μη διαπραγματεύσιμη και τίποτα δεν έχει να φοβηθεί από την αξιολόγηση των καθηγητών, από την αξιοκρατία και από τη σωστή διαχείριση. Οι φοιτητές δεν πρέπει να τρέμουν στην ιδέα του περιορισμού του ασύλου, του ασύλου της βίας και των βανδαλισμών που καπηλεύονται κάποιες μειοψηφίες, και ούτε πρέπει να θεωρούν ταφόπλακα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την αλλαγή στην εκλογή των πρυτάνεων και το τέλος των αιώνιων φοιτητών. Όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές τώρα είναι η ώρα για όλες τις απαραίτητες αλλαγές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες. Και οι αλλαγές στα πανεπιστήμια πάντα σκόνταφταν στο πολιτικό κόστος. Τώρα λοιπόν που κατόρθωσαν να συμφωνήσουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση σε ένα νομοσχέδιο, είναι ώρα να εφαρμοστεί προς όφελος του δημοσίου πανεπιστημίου.
Σχετικά με το άσυλο, για πρώτη φορά δεν κατοχυρώνεται επισήμως και αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει την πλειοψηφία των φοιτητών, κυρίως των φοιτητών – μελών παρατάξεων, απέναντι στο νομοσχέδιο. Το ακαδημαϊκό άσυλο πρέπει να αφορά την κατοχύρωση των ακαδημαϊκών ελευθεριών και την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, την έρευνα και τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας των ΑΕΙ και των εργαζομένων σε αυτά, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει. Στο όνομα του ακαδημαϊκού ασύλου τα Πανεπιστήμια κατά καιρούς βανδαλίζονται από τους γνωστούς-αγνώστους και δυστυχώς όλοι μας έχουμε παρατηρήσει σχολές να καίγονται, να καταστρέφονται και όλα αυτά πάντα στο όνομα του ακαδημαϊκού ασύλου. Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον και το νομοσχέδιο επιχειρεί να την αλλάξει. Ακούγονται κραυγές από πολλούς ότι με το νομοσχέδιο αυτό μπαίνει ταφόπλακα στη δημόσια δωρεάν παιδεία και στη φοιτητική μέριμνα και ότι αποτελεί το σκαλοπάτι για την είσοδο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κραυγές οι οποίες προέρχονται και από τους πρυτάνεις και από όσους άλλους ήταν βολεμένοι με την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατούσε στα ελληνικά πανεπιστήμια. Με τα περιστατικά διαφθοράς, κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος και συνδιαλλαγών. Δεν υπάρχει άνθρωπος με στοιχειώδη λογική, με εμπειρία από τη λειτουργία των δικών μας ΑΕΙ και με θητεία ως φοιτητής ή ως καθηγητής σε κάποιο ξένο πανεπιστήμιο που να μη γνωρίζει την αλήθεια. Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν προ πολλού χάσει επαφή με τον σκοπό για τον οποίον ιδρύθηκαν και ως χώρα έχουμε μια αναχρονιστική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το νομοσχέδιο προτείνει να εφαρμοστούν τα αυτονόητα, δηλαδή αυτά που ισχύουν αιώνες τώρα στα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. Και στο παρελθόν επιχειρήθηκαν αλλαγές, αλλά συνεχώς έβρισκαν απέναντί τους το κατεστημένο που έχει δημιουργηθεί από διδάσκοντες και διδασκόμενους. Και είναι να μελαγχολεί κανείς όταν σκέφτεται ότι η κατά καιρούς οπισθοδρόμηση προκλήθηκε από τις μειοψηφίες που κυριαρχούν στις ακαδημαϊκές κοινότητες. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία είναι μη διαπραγματεύσιμη και τίποτα δεν έχει να φοβηθεί από την αξιολόγηση των καθηγητών, από την αξιοκρατία και από τη σωστή διαχείριση. Οι φοιτητές δεν πρέπει να τρέμουν στην ιδέα του περιορισμού του ασύλου, του ασύλου της βίας και των βανδαλισμών που καπηλεύονται κάποιες μειοψηφίες, και ούτε πρέπει να θεωρούν ταφόπλακα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την αλλαγή στην εκλογή των πρυτάνεων και το τέλος των αιώνιων φοιτητών. Όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές τώρα είναι η ώρα για όλες τις απαραίτητες αλλαγές που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και δεκαετίες. Και οι αλλαγές στα πανεπιστήμια πάντα σκόνταφταν στο πολιτικό κόστος. Τώρα λοιπόν που κατόρθωσαν να συμφωνήσουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση σε ένα νομοσχέδιο, είναι ώρα να εφαρμοστεί προς όφελος του δημοσίου πανεπιστημίου.
Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΜΕΤΡΗΣ ΑΝΟΧΗΣ
Με αφορμή το Μνημόνιο και τα μέτρα που το ακολουθούν, τους τελευταίους μήνες η κοινωνία και η πολιτεία μας έχει υιοθετήσει την υπέρμετρη ανοχή. Ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και κανείς αρμόδιος δεν ασχολείται. Τα παραδείγματα είναι δυστυχώς πολλά Η αρχή έγινε πριν λίγους μήνες από τους οδηγούς φορτηγών με αφορμή το άνοιγμα του επαγγέλματος. Τότε για βδομάδες είχε επικρατήσει το χάος και ουδείς αρμόδιος ήταν διατεθειμένος να προβεί σε άμεσες λύσεις. Το μόνο που ακολουθήθηκε ήταν το ρητό «άσε το χρόνο να περνά ώστε να καταλαγιάσουν οι αντιδράσεις». Τα ίδια έγιναν με τους ναυτεργάτες του Πειραιά οι οποίοι αντιδρούσαν στην πώληση του ΟΛΠ και στην είσοδο της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά. Χάος στα λιμάνια, ταλαιπωρία για τους ταξιδιώτες, δυσφήμηση της εικόνας της χώρας μας.
Ακολούθως, η ακραία μορφή ανοχής πήρε σάρκα και οστά στην περίπτωση των «Αγανακτισμένων». Επί μέρες η πλατεία Συντάγματος και πολλές πλατείες σε μεγάλες πόλεις της χώρας κατελήφθησαν από διαδηλωτές. Για βδομάδες διαμαρτύρονταν ειρηνικά και αυτή η μορφή κινητοποίησης χειροκροτήθηκε από τους σκεπτόμενους πολίτες. Όμως τις τελευταίες μέρες με τη μετατροπή της πλατείας σε ζώνη ελεύθερου camping με τις σκηνές των διαδηλωτών, μόνο ο Δήμαρχος Αθηναίων πήρε την πρωτοβουλία ώστε να σταματήσει αυτή η κατάσταση που μόνο κακό έκανε στην ταλαιπωρημένη πρωτεύουσα. Οι υψηλά ιστάμενοι δεν έκαναν απολύτως τίποτα και άφησαν στον κ. Καμίνη να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Και δεν είναι μόνο τα παραπάνω. Τα μέλη του κινήματος «Δεν πληρώνω» δρουν ανενόχλητα ως άλλοι Ρομπέν των φτωχών και ουδείς ασχολείται. Με τη στάση τους τα κρατικά ταμεία χάνουν αρκετά χρήματα και το παράδοξο είναι ότι δεν έχει γίνει καμία ενέργεια για την αποτροπή ακραίων δράσεών τους. Μάλιστα έχουν φτάσει σε σημείο να προπηλακίζουν και ανθρώπους που θέλουν να πληρώσουν τα διόδια και να είναι τυπικοί απέναντι στις υποχρεώσεις τους. Μπορεί να έχουν τα επιχειρήματά τους αλλά το θέμα είναι ότι η Πολιτεία παρακολουθεί τις εξελίξεις εντελώς αμέτοχη. Τα μέλη του «Δεν πληρώνω» δηλώνουν ότι από το χειμώνα η δράση τους θα επεκταθεί στην μη πληρωμή δημοτικών τελών ακόμα και στη μη καταβολή φόρων σε εφορίες. Και αρκετοί διερωτώνται: Αν αυτό πραγματοποιηθεί, τότε οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στη δημόσια υγεία και παιδεία; Θα μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά του κράτους πρόνοιας, με όλες βεβαίως τις στρεβλώσεις που το διακατέχουν; Αν ναι, τότε αυτό είναι τουλάχιστον άδικο για τους συνανθρώπους μας που ενώ έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες στα εισοδήματά τους επιμένουν να είναι τυπικοί στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η στάση των οδηγών ταξί. Για κάποιους τα αιτήματά τους είναι δίκαια όμως για τους περισσότερους η συμπεριφορά τους είναι ακραία. Το κλείσιμο λιμανιών, αεροδρομίων και η λαϊκίστικη δράση του ελεύθερου ανοίγματος διοδίων και αρχαιολογικών χώρων δείχνει ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μην ανοίξει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή για να διατηρηθούν οι συντεχνίες και σε αυτό θέλουν συμμάχους τους πολίτες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ταλαιπωρία για Έλληνες και τουρίστες συνεχίζεται με την πολιτεία να δείχνει υπέρμετρη ανοχή.
Από όλα τα παραπάνω παραδείγματα μπορούμε να εξάγουμε κάποια απλά αλλά ταυτοχρόνως κρίσιμα συμπεράσματα. Η διαμαρτυρία στην ειρηνική μορφή της είναι μια υγιής αντίδραση. Αλλοίμονο στην κοινωνία που δέχεται οποιοδήποτε μετρό και κάθε κυβερνητική πολιτική με πλήρη απάθεια. Η ειρηνική αντίδραση όμως απέχει παρασάγγας από την κοινωνική αταξία. Η κάθε επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα οφείλει να σέβεται τις υπόλοιπες. Η κάθε μορφή κινητοποίησης δεν πρέπει να προκαλεί ντόμινο και να πλήττει και άλλες ομάδες γιατί έτσι δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη. Σε όλα αυτά βεβαίως δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η πολιτεία η οποία αφενός σε πολλές περιπτώσεις φέρνει τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες προ τετελεσμένων γεγονότων, αφετέρου δεν δίνει την απαραίτητη βαρύτητα στη διαβούλευση και τον διάλογο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κυριαρχεί το χάος και η υπέρμετρη ανοχή η οποία σε πολλές περιπτώσεις εκλαμβάνεται από το κοινωνικό σύνολο ως αδυναμία και αυτό είναι πολύ πιθανόν να φέρει περισσότερες ακρότητες στο εγγύς μέλλον.
Ακολούθως, η ακραία μορφή ανοχής πήρε σάρκα και οστά στην περίπτωση των «Αγανακτισμένων». Επί μέρες η πλατεία Συντάγματος και πολλές πλατείες σε μεγάλες πόλεις της χώρας κατελήφθησαν από διαδηλωτές. Για βδομάδες διαμαρτύρονταν ειρηνικά και αυτή η μορφή κινητοποίησης χειροκροτήθηκε από τους σκεπτόμενους πολίτες. Όμως τις τελευταίες μέρες με τη μετατροπή της πλατείας σε ζώνη ελεύθερου camping με τις σκηνές των διαδηλωτών, μόνο ο Δήμαρχος Αθηναίων πήρε την πρωτοβουλία ώστε να σταματήσει αυτή η κατάσταση που μόνο κακό έκανε στην ταλαιπωρημένη πρωτεύουσα. Οι υψηλά ιστάμενοι δεν έκαναν απολύτως τίποτα και άφησαν στον κ. Καμίνη να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Και δεν είναι μόνο τα παραπάνω. Τα μέλη του κινήματος «Δεν πληρώνω» δρουν ανενόχλητα ως άλλοι Ρομπέν των φτωχών και ουδείς ασχολείται. Με τη στάση τους τα κρατικά ταμεία χάνουν αρκετά χρήματα και το παράδοξο είναι ότι δεν έχει γίνει καμία ενέργεια για την αποτροπή ακραίων δράσεών τους. Μάλιστα έχουν φτάσει σε σημείο να προπηλακίζουν και ανθρώπους που θέλουν να πληρώσουν τα διόδια και να είναι τυπικοί απέναντι στις υποχρεώσεις τους. Μπορεί να έχουν τα επιχειρήματά τους αλλά το θέμα είναι ότι η Πολιτεία παρακολουθεί τις εξελίξεις εντελώς αμέτοχη. Τα μέλη του «Δεν πληρώνω» δηλώνουν ότι από το χειμώνα η δράση τους θα επεκταθεί στην μη πληρωμή δημοτικών τελών ακόμα και στη μη καταβολή φόρων σε εφορίες. Και αρκετοί διερωτώνται: Αν αυτό πραγματοποιηθεί, τότε οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στη δημόσια υγεία και παιδεία; Θα μπορούν να απολαμβάνουν τα αγαθά του κράτους πρόνοιας, με όλες βεβαίως τις στρεβλώσεις που το διακατέχουν; Αν ναι, τότε αυτό είναι τουλάχιστον άδικο για τους συνανθρώπους μας που ενώ έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες στα εισοδήματά τους επιμένουν να είναι τυπικοί στις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κράτος.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η στάση των οδηγών ταξί. Για κάποιους τα αιτήματά τους είναι δίκαια όμως για τους περισσότερους η συμπεριφορά τους είναι ακραία. Το κλείσιμο λιμανιών, αεροδρομίων και η λαϊκίστικη δράση του ελεύθερου ανοίγματος διοδίων και αρχαιολογικών χώρων δείχνει ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μην ανοίξει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή για να διατηρηθούν οι συντεχνίες και σε αυτό θέλουν συμμάχους τους πολίτες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ταλαιπωρία για Έλληνες και τουρίστες συνεχίζεται με την πολιτεία να δείχνει υπέρμετρη ανοχή.
Από όλα τα παραπάνω παραδείγματα μπορούμε να εξάγουμε κάποια απλά αλλά ταυτοχρόνως κρίσιμα συμπεράσματα. Η διαμαρτυρία στην ειρηνική μορφή της είναι μια υγιής αντίδραση. Αλλοίμονο στην κοινωνία που δέχεται οποιοδήποτε μετρό και κάθε κυβερνητική πολιτική με πλήρη απάθεια. Η ειρηνική αντίδραση όμως απέχει παρασάγγας από την κοινωνική αταξία. Η κάθε επαγγελματική ή κοινωνική ομάδα οφείλει να σέβεται τις υπόλοιπες. Η κάθε μορφή κινητοποίησης δεν πρέπει να προκαλεί ντόμινο και να πλήττει και άλλες ομάδες γιατί έτσι δεν πρόκειται να υπάρξει ανάπτυξη. Σε όλα αυτά βεβαίως δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η πολιτεία η οποία αφενός σε πολλές περιπτώσεις φέρνει τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες προ τετελεσμένων γεγονότων, αφετέρου δεν δίνει την απαραίτητη βαρύτητα στη διαβούλευση και τον διάλογο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κυριαρχεί το χάος και η υπέρμετρη ανοχή η οποία σε πολλές περιπτώσεις εκλαμβάνεται από το κοινωνικό σύνολο ως αδυναμία και αυτό είναι πολύ πιθανόν να φέρει περισσότερες ακρότητες στο εγγύς μέλλον.
Κυριακή 31 Ιουλίου 2011
ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ
Μετά από τις άκαρπες συναντήσεις των οδηγών ταξί με τον αρμόδιο Υπουργό, διαστάσεις μετωπικής σύγκρουσης, λαμβάνει η κόντρα τους με την κυβέρνηση, με παράπλευρες απώλειες τους πολίτες και τους τουρίστες. Η ταλαιπωρία των πολιτών και των τουριστών συνεχίζεται, και μάλιστα στο απόγειο της τουριστικής περιόδου, τον οποίο τόσο χρειάζεται η οικονομία της χώρας μας. Ο αποκλεισμός λιμανιών, αεροδρομίων και διοδίων μόνο καλό δεν κάνει στην εικόνα της χώρας μας. Οι ιδιοκτήτες και οι οδηγοί ταξί με τη στάση τους χάνουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, την οποία η αλήθεια είναι ότι την είχαν επιβαρύνει εδώ και χρόνια. Όλοι οι πολίτες λίγο πολύ έχουν πέσει θύματα της συμπεριφοράς των αυτοκινητιστών: διπλές και τριπλές κούρσες, επιλογή διαδρομής, μη έκδοση αποδείξεων, πειραγμένα ταξίμετρα και υπερχρεώσεις. Αν μη τι άλλο πρόκειται για έναν κλάδο που έχει δώσει πολλές αφορμές σχετικά με τον ελλειμματικό επαγγελματισμό που τον διακατέχει. Χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ακόμα, μια διαχρονική πρόκληση είναι η χαμηλή φορολόγηση των αυτοκινητιστών. Μέχρι πρόσφατα το υφιστάμενο για τα ταξί φορολογικό καθεστώς προέβλεπε ότι ένα επιβατικό αυτοκίνητο δημοσίας χρήσης (ταξί) με άδεια κυκλοφορίας εκατό τοις εκατό (100%) και οδηγό τον ιδιοκτήτη φορολογείται για ποσό 16.000 ευρώ και ο φόρος που καταβάλει ο ιδιοκτήτης είναι 1.225 ευρώ. Τα ποσά αυτά όμως απέχουν πολύ από τις πραγματικές εισπράξεις των επαγγελματιών του κλάδου.
Σχετικά με το άνοιγμα του επαγγέλματος, κρίνεται επιτακτικό. Αλλά για άλλη μια φορά φαίνεται ο φόβος για το πολιτικό κόστος που διακατέχει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Αρκετοί υπουργοί και βουλευτές έδειξαν να τρομοκρατούνται μπροστά στο άνοιγμα του επαγγέλματος. Όμως με τη νοοτροπία αυτή δεν πρόκειται να προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη σωτηρία της χώρας. Η διαμάχη αυτοκινητιστών – κυβέρνησης δείχνει ξεκάθαρα το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας: μεταθέτουμε κάτι για το μέλλον , κρύβουμε τα προβλήματα και όλα τα θέματα γιγαντώνονται προς το χειρότερο. Αν τόσα χρόνια είχε προχωρήσει το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, όλα θα ήταν καλύτερα και με πολύ μικρότερες αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, η απελευθέρωση του ταξί θα μειώσει τα κόμιστρα και θα αναβαθμιστεί το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών. Αν ανοίξει το επάγγελμα θα επικρατήσει η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας και αυτό θα είναι ευεργετικό πρωτίστως για τους οδηγούς οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο υπόδουλοι στους ιδιοκτήτες των οχημάτων. Η συντριπτική πλειονότητα των οδηγών είναι ανασφάλιστη, ενώ είναι αρκετές οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιδιοκτήτες έχουν εξαφανίσει την εργοδοτική εισφορά με αποτέλεσμα οι οδηγοί να καταβάλλουν και την εργατική και την εργοδοτική εισφορά. Γι’ αυτούς, και όχι μόνο, τους λόγους, το επάγγελμα πρέπει να ανοίξει, όμως η κυβέρνηση πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά κάποια ζητήματα: να θέσει πληθυσμιακά κριτήρια ώστε να μην πλημμυρίσουν οι δρόμοι της χώρας με χιλιάδες ταξί καθώς επίσης και να ανακουφίσει τους επαγγελματίες εκείνους που έπεσαν θύματα της αισχροκέρδειας των κάθε λογής μαντράδων και συνδικαλιστών και αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν την περιουσία τους για ν’ αγοράσουν μια άδεια ταξί, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων είχε αξία μεγαλύτερη από πολυτελές σπίτι.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σταθούμε στις αρρυθμίες που δείχνει για άλλη μια φορά η κυβέρνηση. Έχει σπαταλήσει πολλές βδομάδες, και λύση δεν έχει βρει σε ένα (ακόμα) φλέγον ζήτημα. Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά και το γεγονός ότι εμφανίστηκαν και κυβερνητικοί βουλευτές που πήραν το μέρος των αυτοκινητιστών και ζήτησαν την παραίτηση του κ. Ραγκούση. Αυτό δείχνει περίτρανα την κυβερνητική ασυνεννοησία που υπάρχει αλλά και ότι υπάρχουν στελέχη της κυβέρνησης που δεν πείθουν ούτε με το έργο τους αλλά ούτε με την προσαρμοστικότητά τους. Όπως και να χει, η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Και όχι γιατί θα δώσει πόντους στην κυβέρνηση, αλλά διότι θα δώσει ανάσα στην κοινωνία που απαιτεί να δει έργο και μεταρρυθμίσεις για τις θυσίες που έχει υποστεί.
Σχετικά με το άνοιγμα του επαγγέλματος, κρίνεται επιτακτικό. Αλλά για άλλη μια φορά φαίνεται ο φόβος για το πολιτικό κόστος που διακατέχει το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Αρκετοί υπουργοί και βουλευτές έδειξαν να τρομοκρατούνται μπροστά στο άνοιγμα του επαγγέλματος. Όμως με τη νοοτροπία αυτή δεν πρόκειται να προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη σωτηρία της χώρας. Η διαμάχη αυτοκινητιστών – κυβέρνησης δείχνει ξεκάθαρα το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας: μεταθέτουμε κάτι για το μέλλον , κρύβουμε τα προβλήματα και όλα τα θέματα γιγαντώνονται προς το χειρότερο. Αν τόσα χρόνια είχε προχωρήσει το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, όλα θα ήταν καλύτερα και με πολύ μικρότερες αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, η απελευθέρωση του ταξί θα μειώσει τα κόμιστρα και θα αναβαθμιστεί το επίπεδο των προσφερόμενων υπηρεσιών. Αν ανοίξει το επάγγελμα θα επικρατήσει η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας και αυτό θα είναι ευεργετικό πρωτίστως για τους οδηγούς οι οποίοι είναι κατά κύριο λόγο υπόδουλοι στους ιδιοκτήτες των οχημάτων. Η συντριπτική πλειονότητα των οδηγών είναι ανασφάλιστη, ενώ είναι αρκετές οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ιδιοκτήτες έχουν εξαφανίσει την εργοδοτική εισφορά με αποτέλεσμα οι οδηγοί να καταβάλλουν και την εργατική και την εργοδοτική εισφορά. Γι’ αυτούς, και όχι μόνο, τους λόγους, το επάγγελμα πρέπει να ανοίξει, όμως η κυβέρνηση πρέπει να σκεφτεί πολύ σοβαρά κάποια ζητήματα: να θέσει πληθυσμιακά κριτήρια ώστε να μην πλημμυρίσουν οι δρόμοι της χώρας με χιλιάδες ταξί καθώς επίσης και να ανακουφίσει τους επαγγελματίες εκείνους που έπεσαν θύματα της αισχροκέρδειας των κάθε λογής μαντράδων και συνδικαλιστών και αναγκάστηκαν να υποθηκεύσουν την περιουσία τους για ν’ αγοράσουν μια άδεια ταξί, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων είχε αξία μεγαλύτερη από πολυτελές σπίτι.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να σταθούμε στις αρρυθμίες που δείχνει για άλλη μια φορά η κυβέρνηση. Έχει σπαταλήσει πολλές βδομάδες, και λύση δεν έχει βρει σε ένα (ακόμα) φλέγον ζήτημα. Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά και το γεγονός ότι εμφανίστηκαν και κυβερνητικοί βουλευτές που πήραν το μέρος των αυτοκινητιστών και ζήτησαν την παραίτηση του κ. Ραγκούση. Αυτό δείχνει περίτρανα την κυβερνητική ασυνεννοησία που υπάρχει αλλά και ότι υπάρχουν στελέχη της κυβέρνησης που δεν πείθουν ούτε με το έργο τους αλλά ούτε με την προσαρμοστικότητά τους. Όπως και να χει, η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Και όχι γιατί θα δώσει πόντους στην κυβέρνηση, αλλά διότι θα δώσει ανάσα στην κοινωνία που απαιτεί να δει έργο και μεταρρυθμίσεις για τις θυσίες που έχει υποστεί.
Σάββατο 23 Ιουλίου 2011
ΘΕΤΙΚΟ ΒΗΜΑ, ΠΡΕΠΕΙ Ν’ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ ΑΛΜΑΤΑ
Στη Σύνοδο Κορυφής έγινε ένα πρώτο σημαντικό βήμα για τη διαχείριση του ελληνικού δημοσίου χρέους αλλά και γενικότερα για τη σωτηρία της Ευρωζώνης και των χωρών που αντιμετωπίζουν παρόμοια οικονομική κατάσταση με τη δική μας. Οι ηγέτες της Ευρωζώνης έδειξαν ότι την ύστατη στιγμή μπορούν να κοντράρουν τις ανεξέλεγκτες αγορές. Αυτό βεβαίως δεν θα συνέβαινε αν το τελευταίο διάστημα δεν ακούγονταν από παντού κραυγές αγωνίας για την πιθανότητα διάχυσης της κρίσης χρέους στο σύνολο των χωρών της ζώνης του Ευρώ. Μετά το τέλος της Συνόδου, δόθηκαν κάποιες δυνατότητες στην Ελλάδα όπως επιμήκυνση των δανείων, μείωση των επιτοκίων και εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Από την άλλη υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος της επιλεκτικής χρεοκοπίας, όμως όπως τουλάχιστον ανέφεραν κυβερνητικά στελέχη, η χώρα μας έλαβε εγγυήσεις και ειδικές χρηματοδοτήσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο σενάριο. Ένα από τα θετικά μηνύματα της Συνόδου είναι ότι ουσιαστικά θα μειωθεί το βάρους του χρέους και θα μπορέσει να καταστεί βιώσιμο. Από κει και πέρα όμως, είναι στο χέρι της κυβέρνησης να προχωρήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για να έχουν ουσία οι παραπάνω θετικές αποφάσεις.
Από τα αποτελέσματα της Συνόδου φαίνεται πως οι ευρωπαίοι ηγέτες δίνουν ξανά την πρέπουσα σημασία στο ευρωπαϊκό όραμα, το οποίο για χρόνια παρέμενε θαμμένο ανάμεσα στις πιέσεις των αγορών και στα ‘θέλω’ κάθε ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους. Έχουμε ξαναπεί πολλές φορές ότι η κρίσιμη μάχη που πρέπει να δοθεί είναι για τη σωτηρία του Ευρώ. Η χώρα μας, κουβαλώντας τις παθογένειες χρόνων ήταν η πιο ευάλωτη στην οικονομική κρίση που ξέσπασε και όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες της ελληνικής κρίσης του χρέους. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Υποφέρουν αρκετές ακόμα χώρες και τα όσα αποφασίστηκαν στη Σύνοδο Κορυφής δίνουν ανάσα και στις υπόλοιπες χώρες του Νότου. Από τα πρώτα θετικά βήματα που έγιναν, πρέπει οι ευρωπαίοι ηγέτες να προχωρήσουν σύντομα στα άλματα. Και τα άλματα αυτά δεν μπορούν να είναι διαφορετικά από τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης και την έκδοση ευρωομολόγων ώστε να τονωθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Με λίγα λόγια, είναι καιρός μετά από τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα να ανοίξει η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αναγκαιότητα άσκησης κοινής οικονομικής πολιτικής ώστε να καταφέρει η πολιτική να επιβληθεί και να τιθασεύσει τις αγορές.
Πέραν του ενθουσιασμού για τις αποφάσεις τις Συνόδου, που αποτυπώθηκε από την πρώτη στιγμή με την αλματώδη άνοδο στα Χρηματιστήρια αλλά και την πτώση των spreads, πρέπει να κυριαρχήσει η εγκράτεια και η σκληρή δουλεία. Δεν χρειάζονται πανηγυρισμοί από τα κυβερνητικά στελέχη. Πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία και να προχωρήσουν τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Το σίγουρο είναι ότι πέραν της εμπιστοσύνης, προσφέρεται στη χώρα μας και το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για ν’ αλλάξουν πολλά κακώς κείμενα. Η χώρα μας μπορεί πλέον βάσιμα να ελπίζει ότι ξεπερνά την εξωτερική απειλή μιας άτακτης και απόλυτα επαχθούς χρεοκοπίας. Από εδώ και στο εξής είναι ευθύνη της κυβέρνησης να ασχοληθεί συστηματικά και οργανωμένα με την επανεκκίνηση και ανασυγκρότηση της οικονομίας. Και ευθύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συμβάλλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση και να απαλλαγεί από τον μανδύα του λαϊκισμού. Η κυβέρνηση και το λοιπό πολιτικό προσωπικό της χώρας θα είναι εγκληματικό αν επαναπαυθούν μετά την θετική απόφαση της Ε.Ε. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να χαθεί καθόλου χρόνος και επιβάλλεται να προχωρήσουν άμεσα η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η μείωση της κρατικής σπατάλης και οι διαρθρωτικές αλλαγές.
Από τα αποτελέσματα της Συνόδου φαίνεται πως οι ευρωπαίοι ηγέτες δίνουν ξανά την πρέπουσα σημασία στο ευρωπαϊκό όραμα, το οποίο για χρόνια παρέμενε θαμμένο ανάμεσα στις πιέσεις των αγορών και στα ‘θέλω’ κάθε ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους. Έχουμε ξαναπεί πολλές φορές ότι η κρίσιμη μάχη που πρέπει να δοθεί είναι για τη σωτηρία του Ευρώ. Η χώρα μας, κουβαλώντας τις παθογένειες χρόνων ήταν η πιο ευάλωτη στην οικονομική κρίση που ξέσπασε και όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες της ελληνικής κρίσης του χρέους. Αλλά δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Υποφέρουν αρκετές ακόμα χώρες και τα όσα αποφασίστηκαν στη Σύνοδο Κορυφής δίνουν ανάσα και στις υπόλοιπες χώρες του Νότου. Από τα πρώτα θετικά βήματα που έγιναν, πρέπει οι ευρωπαίοι ηγέτες να προχωρήσουν σύντομα στα άλματα. Και τα άλματα αυτά δεν μπορούν να είναι διαφορετικά από τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης και την έκδοση ευρωομολόγων ώστε να τονωθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Με λίγα λόγια, είναι καιρός μετά από τα πρώτα ενθαρρυντικά μηνύματα να ανοίξει η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αναγκαιότητα άσκησης κοινής οικονομικής πολιτικής ώστε να καταφέρει η πολιτική να επιβληθεί και να τιθασεύσει τις αγορές.
Πέραν του ενθουσιασμού για τις αποφάσεις τις Συνόδου, που αποτυπώθηκε από την πρώτη στιγμή με την αλματώδη άνοδο στα Χρηματιστήρια αλλά και την πτώση των spreads, πρέπει να κυριαρχήσει η εγκράτεια και η σκληρή δουλεία. Δεν χρειάζονται πανηγυρισμοί από τα κυβερνητικά στελέχη. Πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία και να προχωρήσουν τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. Το σίγουρο είναι ότι πέραν της εμπιστοσύνης, προσφέρεται στη χώρα μας και το απαραίτητο χρονικό περιθώριο για ν’ αλλάξουν πολλά κακώς κείμενα. Η χώρα μας μπορεί πλέον βάσιμα να ελπίζει ότι ξεπερνά την εξωτερική απειλή μιας άτακτης και απόλυτα επαχθούς χρεοκοπίας. Από εδώ και στο εξής είναι ευθύνη της κυβέρνησης να ασχοληθεί συστηματικά και οργανωμένα με την επανεκκίνηση και ανασυγκρότηση της οικονομίας. Και ευθύνη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να συμβάλλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση και να απαλλαγεί από τον μανδύα του λαϊκισμού. Η κυβέρνηση και το λοιπό πολιτικό προσωπικό της χώρας θα είναι εγκληματικό αν επαναπαυθούν μετά την θετική απόφαση της Ε.Ε. Πρέπει να καταλάβουν ότι δεν πρέπει να χαθεί καθόλου χρόνος και επιβάλλεται να προχωρήσουν άμεσα η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η μείωση της κρατικής σπατάλης και οι διαρθρωτικές αλλαγές.
Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011
Ο ΣΥΡΙΖΑ ΔΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Το τελευταίο διάστημα έχει ξεσπάσει έντονη διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή επεισόδια και προπηλακισμούς που δέχονται βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ σε δημόσιες ομιλίες τους. Η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ ενδεχομένως στο πρόσωπο στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να προσδοκούν να κερδίσουν τις εντυπώσεις και να φανούν ως οι υπεύθυνες δυνάμεις απέναντι στους ‘μπαχαλάκηδες’ της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση ψάχνει για δράκους και τα στελέχη του τονίζουν ότι είναι η πολιτική αυτή καθεαυτή της κυβέρνησης που έχει οδηγήσει τους ψηφοφόρους να προπηλακίζουν κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση. Η κυβέρνηση επιθυμεί την πόλωση με τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς βλέπει ότι πολλοί ‘πράσινοι’ ψηφοφόροι απογοητευμένοι από την ασκούμενη οικονομική πολιτική φλερτάρουν με την Αριστερά. Η δε ηγεσία του Συνασπισμού δεν καταδικάζει ευθέως τα επεισόδια και τους προπηλακισμούς και αφήνει πολλά αιωρούμενα ερωτήματα. Αντί να δηλώσουν οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ ότι καταδικάζουν τα έκτροπα αυτά, όπως έκανε προς τιμήν της η Δημοκρατική Αριστερά του Φώτη Κουβέλη, κλείνουν το μάτι σε αυτούς που επενδύουν στον πολιτικό χουλιγκανισμό και σε αυτούς που φωνάζουν ότι « η χούντα δεν έπεσε το 1973». Τέτοιες φασίζουσες συμπεριφορές δεν είναι δυνατόν να μην καταδικάζονται από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, όσο σκληρά και αν είναι τα μέτρα και δίκαιη τα αιτήματα του ελληνικού λαού. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η Αριστερά δίνει αφορμές για να καλλιεργείται αυτή η διαμάχη. Αφορμές πολιτικές, καθώς ο καθαρός πολιτικός διάλογος και οι προτάσεις απουσιάζουν, και το μόνο που συμβαίνει είναι η σκληρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Η ανανεωτική Αριστερά διαχρονικά έχει δώσει πολλούς αγώνες και με τις συμπεριφορές της ηγεσίας της κινδυνεύει να τους απολέσει. Στο όνομα της πλουραλιστικής εκλογικής δύναμης, η οποία βεβαίως δεν έχει αποτυπωθεί ούτε στις κάλπες ούτε στις δημοσκοπήσεις, έχει συντελεστεί η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η ιδεολογική οπισθοδρόμηση των στελεχών του. Η Αριστερά λοιπόν καταδικάζει το Μνημόνιο και την ασκούμενη οικονομική πολιτική, χαρακτηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης ως πολιτική τύπου Πινοσέτ όμως δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στο εκλογικό σώμα το λόγο για τον οποίο υπογράφηκε το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και τέλος για ποιο λόγο η χώρα μας έφτασε στο σημερινό αξιολύπητο σημείο. Δεν υποστηρίζουμε ότι η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει ίδιο μερίδιο ευθύνης με τα κόμματα εξουσίας για τη σημερινή κατάσταση, όμως τόσα χρόνια ως ‘φωνή της προόδου’ έπρεπε να προβεί σε προτάσεις και σε αγώνες πραγματικά ριζοσπαστικούς και όχι σε αγώνες λάιτ αριστερής απόχρωσης. Η Ριζοσπαστική Αριστερά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έδειχνε φοβισμένη και προσπαθούσε να απολογηθεί για τις αγριότητες του καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση. Με την ταυτόχρονη ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού χάθηκε για την Αριστερά πολύτιμος χρόνος και αξιοσημείωτο εκλογικό δυναμικό. Από τότε όμως κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και πλέον οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Συνεχίζει βεβαίως να κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, όμως με αφορμή την κρίση διαφαίνονται και τα όρια του που είχαν προ πολλού ξεπεραστεί από τους θιασώτες της παντοκρατορίας των αγορών και του διαρκώς συσσωρευόμενου κέρδους. Με άλλα λόγια, η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, ευνοεί την Αριστερά, καθώς θα μπορούσε να ορθώσει ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Αντ’ αυτού εκτοξεύει εύκολους λαϊκισμούς, ακολουθεί στείρο καταγγελτικό λόγο και οποιαδήποτε πρόταση για το σήμερα και το αύριο της χώρας απουσιάζει.
Όμως επειδή οι στιγμές που ζει η χώρα είναι οι πιο κρίσιμες στη σύγχρονη και όχι μόνο ιστορία της, όλοι πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Συγκεκριμένα η Ριζοσπαστική Αριστερά καλείται να απαντήσει σε κάποια απλά αλλά αρκούντως σημαντικά ερωτήματα: Θα προτείνει μια συγκροτημένη, εναλλακτική και εφαρμόσιμη οικονομική πολιτική ή θα συνεχίζει απλώς να κατακρίνει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τις οικονομικές προτάσεις άλλων κομμάτων; Θα επιμένει να δρα τοπικά εμποτισμένη με κινηματικές λογικές ή θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την παρούσα οικονομική κατάσταση ώστε μακροπρόθεσμα, με γνώμονα την ευρωπαϊκή συνεργασία να προσπαθήσει να ηγεμονεύσει ιδεολογικά, πολιτικά και εκλογικά; Θα συνεχίσει να κλείνει τα μάτια σε προπηλακισμούς και επεισόδια τα οποία στρέφονται κατά της δημοκρατίας ή θα συμπεριφερθεί ως η υπεύθυνη φωνή της Αριστεράς; Τα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα οφείλουν να απασχολήσουν σοβαρά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει το κόμμα να έχει ανοδικό πολιτικό μέλλον και να αποτελέσει έναν πραγματικά εναλλακτικό πόλο. Αν είχαν προ πολλού απαντηθεί τα παραπάνω, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε μια στιβαρή ριζοσπαστική πρόταση και δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο στην κυβέρνηση να τον κατηγορεί για κάλυψη και υποκίνηση επεισοδίων.
Η ανανεωτική Αριστερά διαχρονικά έχει δώσει πολλούς αγώνες και με τις συμπεριφορές της ηγεσίας της κινδυνεύει να τους απολέσει. Στο όνομα της πλουραλιστικής εκλογικής δύναμης, η οποία βεβαίως δεν έχει αποτυπωθεί ούτε στις κάλπες ούτε στις δημοσκοπήσεις, έχει συντελεστεί η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η ιδεολογική οπισθοδρόμηση των στελεχών του. Η Αριστερά λοιπόν καταδικάζει το Μνημόνιο και την ασκούμενη οικονομική πολιτική, χαρακτηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης ως πολιτική τύπου Πινοσέτ όμως δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει στο εκλογικό σώμα το λόγο για τον οποίο υπογράφηκε το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα και τέλος για ποιο λόγο η χώρα μας έφτασε στο σημερινό αξιολύπητο σημείο. Δεν υποστηρίζουμε ότι η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ έχει ίδιο μερίδιο ευθύνης με τα κόμματα εξουσίας για τη σημερινή κατάσταση, όμως τόσα χρόνια ως ‘φωνή της προόδου’ έπρεπε να προβεί σε προτάσεις και σε αγώνες πραγματικά ριζοσπαστικούς και όχι σε αγώνες λάιτ αριστερής απόχρωσης. Η Ριζοσπαστική Αριστερά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έδειχνε φοβισμένη και προσπαθούσε να απολογηθεί για τις αγριότητες του καθεστώτος στη Σοβιετική Ένωση. Με την ταυτόχρονη ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού χάθηκε για την Αριστερά πολύτιμος χρόνος και αξιοσημείωτο εκλογικό δυναμικό. Από τότε όμως κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και πλέον οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Συνεχίζει βεβαίως να κυριαρχεί ο νεοφιλελευθερισμός, όμως με αφορμή την κρίση διαφαίνονται και τα όρια του που είχαν προ πολλού ξεπεραστεί από τους θιασώτες της παντοκρατορίας των αγορών και του διαρκώς συσσωρευόμενου κέρδους. Με άλλα λόγια, η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, ευνοεί την Αριστερά, καθώς θα μπορούσε να ορθώσει ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Αντ’ αυτού εκτοξεύει εύκολους λαϊκισμούς, ακολουθεί στείρο καταγγελτικό λόγο και οποιαδήποτε πρόταση για το σήμερα και το αύριο της χώρας απουσιάζει.
Όμως επειδή οι στιγμές που ζει η χώρα είναι οι πιο κρίσιμες στη σύγχρονη και όχι μόνο ιστορία της, όλοι πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Συγκεκριμένα η Ριζοσπαστική Αριστερά καλείται να απαντήσει σε κάποια απλά αλλά αρκούντως σημαντικά ερωτήματα: Θα προτείνει μια συγκροτημένη, εναλλακτική και εφαρμόσιμη οικονομική πολιτική ή θα συνεχίζει απλώς να κατακρίνει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τις οικονομικές προτάσεις άλλων κομμάτων; Θα επιμένει να δρα τοπικά εμποτισμένη με κινηματικές λογικές ή θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την παρούσα οικονομική κατάσταση ώστε μακροπρόθεσμα, με γνώμονα την ευρωπαϊκή συνεργασία να προσπαθήσει να ηγεμονεύσει ιδεολογικά, πολιτικά και εκλογικά; Θα συνεχίσει να κλείνει τα μάτια σε προπηλακισμούς και επεισόδια τα οποία στρέφονται κατά της δημοκρατίας ή θα συμπεριφερθεί ως η υπεύθυνη φωνή της Αριστεράς; Τα παραπάνω κρίσιμα ερωτήματα οφείλουν να απασχολήσουν σοβαρά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αν θέλει το κόμμα να έχει ανοδικό πολιτικό μέλλον και να αποτελέσει έναν πραγματικά εναλλακτικό πόλο. Αν είχαν προ πολλού απαντηθεί τα παραπάνω, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε μια στιβαρή ριζοσπαστική πρόταση και δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο στην κυβέρνηση να τον κατηγορεί για κάλυψη και υποκίνηση επεισοδίων.
Κυριακή 10 Ιουλίου 2011
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΑΠΑΙΤΕΙ ΡΗΞΕΙΣ
Όσο συνεχίζεται η κρίση στη χώρα μας, στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία και δευτερευόντως στην Ισπανία, γίνεται κατανοητό ότι η κρίση δεν είναι αυστηρά εθνική οικονομική υπόθεση, αλλά κυρίως είναι δομική κρίση συνολικά της Ευρώπης. Για πρώτη φορά τη βδομάδα που μας πέρασε άρχισαν κάποιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι να κατακρίνουν τους οίκους αξιολόγησης για την αναίτια διπλή υποβάθμιση της Πορτογαλίας. Ο Όλι Ρεν ανέφερε ότι η συζητείται η δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης. Με λίγα λόγια οι υψηλά ιστάμενοι δείχνουν πως πλέον αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν οι αγορές να συνεχίσουν να δρουν ανεξέλεγκτα. Εκτός των παραπάνω, έξι πρώην πρωθυπουργοί ζήτησαν ένα ευρωπαϊκό Νew Deal και έκδοση ευρωομολόγων, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη και να μην αναγκάζονται οι εκάστοτε κυβερνήσεις να επιβάλλουν συνεχώς μέτρα λιτότητας. Τα παραπάνω είναι όλα ζητήματα που δείχνουν ξεκάθαρα τις ανισότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα, τις αδικίες της ευρωζώνης. Οι χώρες του Βορρά βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, ενώ στις χώρες του Νότου κυριαρχεί η οικονομική επισφάλεια, ο φόβος και έπονται οι αναταραχές. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι για όλη αυτή την προβληματική κατάσταση στις χώρες του Νότου, ευθύνη έχουν τα Μνημόνια. Η αλήθεια είναι όμως ότι τα Μνημόνια ήταν απλώς η αφορμή, μιας και η ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν ποτέ ισομερής και οι χώρες της ζώνης του Ευρώ δεν ξεκίνησαν ποτέ από την ίδια αφετηρία.
Η οικονομική ανισότητα των χωρών της ευρωζώνης καθώς και η μη πολιτική ένωση της Ευρώπης θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα της Ευρώπης. Πολλά χρόνια μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που σκέπασε την Ευρώπη, οι σημερινοί ηγέτες συνεχίζουν να διατηρούν ένα μοντέλο που θέτει τις αγορές σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ευρωπαίοι ηγέτες να διστάζουν να υιοθετήσουν μια γενναία πολιτική διευθέτησης των χρεών και ρύθμισης των αγορών και αυτό φέρνει την πολιτική υποταγή τους σε κερδοσκόπους, μάνατζερ και μεγαλοτραπεζίτες. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει τρανταχτό έλλειμμα ηγεσίας. Μπορεί η κ. Μέρκελ να φαντάζει πανίσχυρη, όμως η όποια δυναμική διαθέτει εξαντλείται στην προστασία της Γερμανίας και μόνο. Δεν υπάρχει κανένα ευρωπαϊκό όραμα, λίγοι είναι οι ηγέτες που θεωρούνται ευρωπαϊστές και αυτό μακροπρόθεσμα το μόνο που μπορεί να επαναφέρει είναι την κυριαρχία των ανεξάρτητων εθνικών – κρατών και την απώλεια της ευρωπαϊκής ιδέας. Με αφορμή τα Μνημόνια που έχουν υπογραφεί αλλά και τα Μνημόνια που έρχονται, αλλά και λόγω της σχεδόν βέβαιης πολυετούς οικονομικής λιτότητας για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να σταθούν στα δομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να δώσουν λύσεις. Πρέπει να ζητήσουν και να κυνηγήσουν αναπροσανατολισμό των κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έμφαση στους στόχους της ανάπτυξης και της ενίσχυσης της απασχόλησης. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης πρέπει να είναι τουλάχιστον ισότιμος με το στόχο της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας. Οφείλουν να πετύχουν την έκδοση και κυκλοφορία ευρωπαϊκών ομολόγων για την χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών διαδικασιών και των νέων πηγών απασχόλησης καθώς επίσης και να πετύχουν την επιβολή φόρου 1% στις νομισματικές συναλλαγές. Η νομισματική πολιτική πρέπει να βρίσκεται κάτω από τον πολιτικό έλεγχο των οργάνων και θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης γεγονός το οποίο θα επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο και τη διαφάνεια λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η δημοκρατική θεσμική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ολοκλήρωση της ενοποίησης με πολιτικά και όχι μόνο οικονομικά κριτήρια, θα δημιουργήσει το πλαίσιο για την Ευρώπη των λαών και των πολιτών και θα βάλει φρένο στην Ευρώπη των κερδοσκόπων και των κεφαλαίων. Για να καταφέρουν οι δοκιμαζόμενες χώρες να επιβιώσουν οικονομικά, δεν αρκεί μόνο να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό τους και δεν είναι δίκαιο να αναγκάζουν τους πολίτες τους να ζουν συνεχώς υπό αυστηρή λιτότητα. Οι κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, οι ριζοσπαστικές αποφάσεις, η αναγέννηση του ευρωπαϊκού οράματος και κυρίως η ομοσπονδιακή προοπτική της Ε.Ε. μπορούν να διορθώσουν τις δομικές αδυναμίες της Ε.Ε. και να εγγυηθούν τη σωτηρία κάθε ευρωπαϊκής χώρας που είναι σε κρίση.
Η οικονομική ανισότητα των χωρών της ευρωζώνης καθώς και η μη πολιτική ένωση της Ευρώπης θέτουν σε κίνδυνο ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα της Ευρώπης. Πολλά χρόνια μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που σκέπασε την Ευρώπη, οι σημερινοί ηγέτες συνεχίζουν να διατηρούν ένα μοντέλο που θέτει τις αγορές σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ευρωπαίοι ηγέτες να διστάζουν να υιοθετήσουν μια γενναία πολιτική διευθέτησης των χρεών και ρύθμισης των αγορών και αυτό φέρνει την πολιτική υποταγή τους σε κερδοσκόπους, μάνατζερ και μεγαλοτραπεζίτες. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει τρανταχτό έλλειμμα ηγεσίας. Μπορεί η κ. Μέρκελ να φαντάζει πανίσχυρη, όμως η όποια δυναμική διαθέτει εξαντλείται στην προστασία της Γερμανίας και μόνο. Δεν υπάρχει κανένα ευρωπαϊκό όραμα, λίγοι είναι οι ηγέτες που θεωρούνται ευρωπαϊστές και αυτό μακροπρόθεσμα το μόνο που μπορεί να επαναφέρει είναι την κυριαρχία των ανεξάρτητων εθνικών – κρατών και την απώλεια της ευρωπαϊκής ιδέας. Με αφορμή τα Μνημόνια που έχουν υπογραφεί αλλά και τα Μνημόνια που έρχονται, αλλά και λόγω της σχεδόν βέβαιης πολυετούς οικονομικής λιτότητας για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να σταθούν στα δομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να δώσουν λύσεις. Πρέπει να ζητήσουν και να κυνηγήσουν αναπροσανατολισμό των κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έμφαση στους στόχους της ανάπτυξης και της ενίσχυσης της απασχόλησης. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης πρέπει να είναι τουλάχιστον ισότιμος με το στόχο της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας. Οφείλουν να πετύχουν την έκδοση και κυκλοφορία ευρωπαϊκών ομολόγων για την χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών διαδικασιών και των νέων πηγών απασχόλησης καθώς επίσης και να πετύχουν την επιβολή φόρου 1% στις νομισματικές συναλλαγές. Η νομισματική πολιτική πρέπει να βρίσκεται κάτω από τον πολιτικό έλεγχο των οργάνων και θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης γεγονός το οποίο θα επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τον έλεγχο και τη διαφάνεια λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η δημοκρατική θεσμική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ολοκλήρωση της ενοποίησης με πολιτικά και όχι μόνο οικονομικά κριτήρια, θα δημιουργήσει το πλαίσιο για την Ευρώπη των λαών και των πολιτών και θα βάλει φρένο στην Ευρώπη των κερδοσκόπων και των κεφαλαίων. Για να καταφέρουν οι δοκιμαζόμενες χώρες να επιβιώσουν οικονομικά, δεν αρκεί μόνο να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό τους και δεν είναι δίκαιο να αναγκάζουν τους πολίτες τους να ζουν συνεχώς υπό αυστηρή λιτότητα. Οι κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, οι ριζοσπαστικές αποφάσεις, η αναγέννηση του ευρωπαϊκού οράματος και κυρίως η ομοσπονδιακή προοπτική της Ε.Ε. μπορούν να διορθώσουν τις δομικές αδυναμίες της Ε.Ε. και να εγγυηθούν τη σωτηρία κάθε ευρωπαϊκής χώρας που είναι σε κρίση.
Κυριακή 3 Ιουλίου 2011
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
Εκτός από την σκληρή πραγματικότητα του Μνημονίου, του ΔΝΤ και του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, πρέπει αυτές τις κρίσιμες στιγμές να σταθούμε και σε μια διαχρονική πραγματικότητα που αργά αλλά σταθερά έφερε τη χώρα μας σ’ αυτή την τραγική κατάσταση. Αν επιχειρήσουμε να αρχίσουμε την αναφορά μας από τους πολιτικούς, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων και κύριο μέλημά τους ήταν (και συνεχίζει να είναι) η διάσωση του πολιτικού τους μέλλοντος και η πελατειακή λογική παρά η σωτηρία της χώρας. Οι πελατειακές σχέσεις υπερίσχυσαν του εθνικού συμφέροντος και η ευκαιριακή πολιτική μαζί με την εικονική οικονομική ευμάρεια εκτόπισαν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και σταθερότητα. Όπως έχουν πει αρκετές φορές, οι πολιτικοί αυτοί δεν φύτρωσαν, απεναντίας ο κυρίαρχος λαός με τις ψήφους του τους έστειλε στα έδρανα του κοινοβουλίου. Όποτε πρέπει να αναζητήσουμε και τις ευθύνες τις δικές μας, ατομικά και συλλογικά.
Ο Έλληνας πολίτης – ψηφοφόρος έμαθε, ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση, σε ένα τρόπο ζωής σχετικά εύκολο. Οι κακουχίες χρόνων (πόλεμοι, εμφύλιος, δικτατορία), έπρεπε ορθώς να αποτελέσουν παρελθόν και οι πολιτικοί μας συνεπαρμένοι από αυτή τη διαπίστωση προχώρησαν σε πολλά διαχρονικά σφάλματα, των οποίων τις συνέπειες πληρώνουμε σήμερα. Τότε πολλά χρήματα δόθηκαν στο λαό (αύξηση μισθών και συντάξεων)στο όνομα της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου. Τα χρήματα αυτά καλώς δόθηκαν όμως θα έπρεπε από τότε να υπάρξει και μια αναπτυξιακή λογική που μπορεί να μην είχε άμεσα αποτελέσματα, όμως σίγουρα θα βοηθούσε σε βάθος ετών. Εκτός αυτού, ακολούθησαν οι τρελές εποχές των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Τότε μπορούσε κάλλιστα ο Έλληνας αγρότης να είχε για παράδειγμα εκατό ελιές και να έπαιρνε χρήματα για διακόσιες. Με τα χρήματα αυτά θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του και να καινοτομήσει, όμως η κυριαρχούσα τότε αντίληψη πρόσταζε νεοπλουτίστικο τρόπο ζωής και το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων το απορροφούσαν ακριβά αυτοκίνητα και ακίνητα. Τα αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας τα βλέπουμε σήμερα που έχουμε φτάσει σε σημείο τα περισσότερα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να είναι εισαγωγής και ο ελληνικός κάμπος να έχει μαραζώσει για τα καλά. Και δεν είναι μόνο αυτό. Μετά από χρόνια ήρθε η φανταχτερή εποχή του Χρηματιστηρίου και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Εκείνη την περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ζούσε εντελώς εικονικά. Ο υπερκαταναλωτισμός έγινε τρόπος ζωής και δεν ήταν λίγα τα περιστατικά κατά τα οποία παίρναμε τραπεζικά δάνεια για να κάνουμε ακριβές διακοπές και να αγοράσουμε πολυτελέστατα αυτοκίνητα. Η βαριά μας βιομηχανία, ο τουρισμός, ήταν εμποτισμένος από τη νοοτροπία της εκμετάλλευσης των ξένων πολιτών. Πρώτιστο μέλημα των επαγγελματιών του κλάδου ήταν η αποκόμιση τεράστιου κέρδους και λιγότερο η παροχή καλών υπηρεσιών. Ενώ αρχικά τα χρήματα έρεαν δεν άργησε να έρθει η περίοδος της πτώσης του ελληνικού τουρισμού και το σαθρό οικοδόμημα του εύκολου κέρδους κατέρρευσε εύκολα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο που ζούμε έχουν καταφέρει να επιβιώσουν εκείνοι οι επαγγελματίες που πρώτα κοιτούσαν τις καλές υπηρεσίες και μετά το κέρδος.
Εκτός από τα παραπάνω, πρέπει να σταθούμε και στην κυρίαρχη αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με τις υποχρεώσεις της απέναντι στο κράτος. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, κορωνίδα αυτής της αντίληψης είναι η φοροδιαφυγή. Εδώ και χρόνια παρατηρούμε την πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών να κινείται στο αφορολόγητο όριο, βλέπουμε υγιέστατους συμπολίτες μας να παίρνουν αναπηρική σύνταξη και τέλος γινόμασταν μέχρι πρόσφατα μάρτυρες δημιουργίας μαύρου κέρδους μέσω της μη έκδοσης αποδείξεων. Τα παραπάνω, μαζί με την αδήλωτη εργασία, τις προκλητικές πρόωρες συντάξεις, τα τεράστια εφάπαξ υπαλλήλων του δημοσίου και άλλα πολλά, συνθέτουν ένα σκηνικό απείρου κάλους το οποίο οφείλει να μας προβληματίσει για το πώς φτάσαμε στην τωρινή κατάσταση. Ασφαλώς όλα τα παραπάνω τραγελαφικά ευδοκίμησαν λόγω της ανυπαρξίας των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Και αναμφίβολα η κρατική αποτελεσματικότητα θυσιάστηκε στο βωμό του πολιτικού κόστους. Από τις παραπάνω αναφορές προκύπτει μια σκληρή αλήθεια: Αν οι πολιτικοί μας αλλά και εμείς οι πολίτες είχαμε μια εθνική αντίληψη και όχι μια ευκαιριακή λογική, δεν θα φτάναμε στη σημερινή οικονομική εξαθλίωση. Αν είχαν γίνει τομές στην ελληνική κοινωνία τότε που έπρεπε, σήμερα δεν θα συζητούσαμε για την κρίση χρέους που απειλεί να μας καταστρέψει. Με τα ‘εάν’ δεν μπορεί να δοθεί κάποια λύση, όμως καλό θα είναι κάθε φορά που ετοιμαζόμαστε να δαιμονοποιήσουμε το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα να κάνουμε και λίγο την αυτοκριτική μας για τα τόσα χρόνια που πήγαν χαμένα.
Ο Έλληνας πολίτης – ψηφοφόρος έμαθε, ειδικά μετά τη Μεταπολίτευση, σε ένα τρόπο ζωής σχετικά εύκολο. Οι κακουχίες χρόνων (πόλεμοι, εμφύλιος, δικτατορία), έπρεπε ορθώς να αποτελέσουν παρελθόν και οι πολιτικοί μας συνεπαρμένοι από αυτή τη διαπίστωση προχώρησαν σε πολλά διαχρονικά σφάλματα, των οποίων τις συνέπειες πληρώνουμε σήμερα. Τότε πολλά χρήματα δόθηκαν στο λαό (αύξηση μισθών και συντάξεων)στο όνομα της δίκαιης αναδιανομής του πλούτου. Τα χρήματα αυτά καλώς δόθηκαν όμως θα έπρεπε από τότε να υπάρξει και μια αναπτυξιακή λογική που μπορεί να μην είχε άμεσα αποτελέσματα, όμως σίγουρα θα βοηθούσε σε βάθος ετών. Εκτός αυτού, ακολούθησαν οι τρελές εποχές των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Τότε μπορούσε κάλλιστα ο Έλληνας αγρότης να είχε για παράδειγμα εκατό ελιές και να έπαιρνε χρήματα για διακόσιες. Με τα χρήματα αυτά θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του και να καινοτομήσει, όμως η κυριαρχούσα τότε αντίληψη πρόσταζε νεοπλουτίστικο τρόπο ζωής και το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων το απορροφούσαν ακριβά αυτοκίνητα και ακίνητα. Τα αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας τα βλέπουμε σήμερα που έχουμε φτάσει σε σημείο τα περισσότερα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα να είναι εισαγωγής και ο ελληνικός κάμπος να έχει μαραζώσει για τα καλά. Και δεν είναι μόνο αυτό. Μετά από χρόνια ήρθε η φανταχτερή εποχή του Χρηματιστηρίου και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Εκείνη την περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ζούσε εντελώς εικονικά. Ο υπερκαταναλωτισμός έγινε τρόπος ζωής και δεν ήταν λίγα τα περιστατικά κατά τα οποία παίρναμε τραπεζικά δάνεια για να κάνουμε ακριβές διακοπές και να αγοράσουμε πολυτελέστατα αυτοκίνητα. Η βαριά μας βιομηχανία, ο τουρισμός, ήταν εμποτισμένος από τη νοοτροπία της εκμετάλλευσης των ξένων πολιτών. Πρώτιστο μέλημα των επαγγελματιών του κλάδου ήταν η αποκόμιση τεράστιου κέρδους και λιγότερο η παροχή καλών υπηρεσιών. Ενώ αρχικά τα χρήματα έρεαν δεν άργησε να έρθει η περίοδος της πτώσης του ελληνικού τουρισμού και το σαθρό οικοδόμημα του εύκολου κέρδους κατέρρευσε εύκολα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίοδο που ζούμε έχουν καταφέρει να επιβιώσουν εκείνοι οι επαγγελματίες που πρώτα κοιτούσαν τις καλές υπηρεσίες και μετά το κέρδος.
Εκτός από τα παραπάνω, πρέπει να σταθούμε και στην κυρίαρχη αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με τις υποχρεώσεις της απέναντι στο κράτος. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, κορωνίδα αυτής της αντίληψης είναι η φοροδιαφυγή. Εδώ και χρόνια παρατηρούμε την πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών να κινείται στο αφορολόγητο όριο, βλέπουμε υγιέστατους συμπολίτες μας να παίρνουν αναπηρική σύνταξη και τέλος γινόμασταν μέχρι πρόσφατα μάρτυρες δημιουργίας μαύρου κέρδους μέσω της μη έκδοσης αποδείξεων. Τα παραπάνω, μαζί με την αδήλωτη εργασία, τις προκλητικές πρόωρες συντάξεις, τα τεράστια εφάπαξ υπαλλήλων του δημοσίου και άλλα πολλά, συνθέτουν ένα σκηνικό απείρου κάλους το οποίο οφείλει να μας προβληματίσει για το πώς φτάσαμε στην τωρινή κατάσταση. Ασφαλώς όλα τα παραπάνω τραγελαφικά ευδοκίμησαν λόγω της ανυπαρξίας των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους. Και αναμφίβολα η κρατική αποτελεσματικότητα θυσιάστηκε στο βωμό του πολιτικού κόστους. Από τις παραπάνω αναφορές προκύπτει μια σκληρή αλήθεια: Αν οι πολιτικοί μας αλλά και εμείς οι πολίτες είχαμε μια εθνική αντίληψη και όχι μια ευκαιριακή λογική, δεν θα φτάναμε στη σημερινή οικονομική εξαθλίωση. Αν είχαν γίνει τομές στην ελληνική κοινωνία τότε που έπρεπε, σήμερα δεν θα συζητούσαμε για την κρίση χρέους που απειλεί να μας καταστρέψει. Με τα ‘εάν’ δεν μπορεί να δοθεί κάποια λύση, όμως καλό θα είναι κάθε φορά που ετοιμαζόμαστε να δαιμονοποιήσουμε το Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα να κάνουμε και λίγο την αυτοκριτική μας για τα τόσα χρόνια που πήγαν χαμένα.
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
ΟΙ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Ενόψει των επικείμενων νέων σκληρών μέτρων, γίνεται λόγος ακόμα και για πιθανές απολύσεις στο δημόσιο τομέα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ατομικά, αλλά και μέσω των συνδικαλιστικών τους ενώσεων έχουν θορυβηθεί και αντιστέκονται σε νέες περικοπές, στην εργασιακή εφεδρεία αλλά και στην πώληση των ΔΕΚΟ. Με βάση τη συνταγματικά κατοχυρωμένη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων απολύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν. Με αφορμή τη δήλωση του νέου κυβερνητικού εκπροσώπου κ. Μόσιαλου ότι ‘η μονιμότητα στο Δημόσιο θα αποτελέσει αντικείμενο ευρύτατης διαβούλευσης στο πλαίσιο της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης’, οφείλουμε να αναφερθούμε σε ευρύτερα ζητήματα που αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους και το δημόσιο τομέα στην Ελλάδα. Αρχικά, με βάση την πρόσφατη απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, ο αριθμός τους ανέρχεται περίπου στις 768.000. Ο αριθμός μπορεί να μην είναι ακριβής καθώς πολλοί δεν απογράφησαν και άλλοι πάλι απογράφησαν ενώ τελικά δεν έπρεπε (π.χ. συνταξιούχοι). Η κυβέρνηση από την αρχή της θητείας της είχε εξαγγείλει τη συγχώνευση ή την κατάργηση εκατοντάδων υπηρεσιών και οργανισμών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μετά από 20 και πλέον μήνες τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Ακόμα και σήμερα, εν μέσω της απειλής της πτώχευσης, συνεχίζουν να λειτουργούν αρκετοί αχρείαστοι δημόσιοι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις εν μια νυκτί προκειμένου να τακτοποιηθούν οι ‘πιστοί’ ψηφοφόροι των δυο μεγάλων κομμάτων.
Ένα άλλο θέμα είναι οι συμβασιούχοι οι οποίοι πλημμύρισαν το δημόσιο τομέα, αφενός για να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με μικρό οικονομικό κόστος, αφετέρου για να συνεχίσουν οι πολιτικοί να επενδύουν στις πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους. Πλέον, οι συμβάσεις αυτές λήγουν και η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να συνεχίσει τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Εδώ όμως ανακύπτει ένα απλό ερώτημα: εάν οι συμβασιούχοι που πράγματι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες φύγουν, τότε τι θα γίνει με τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούν να κάνουν καμία πρόσληψη; Το πιθανότερο είναι να κατεβάσουν ρολά και ο μόνος ζημιωμένος θα είναι ο Έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί και θα εξαναγκάζεται σε πολλές περιπτώσεις να καταφεύγει σε ιδιώτες έναντι μεγάλου οικονομικού κόστους.
Ακόμα, σημαντικότατο είναι το ζήτημα με τις ΔΕΚΟ. Η κυβέρνηση όπως εξήγγειλε, σκοπεύει να αποκρατικοποιήσει πολλές δημόσιες επιχειρήσεις. Οι αντιδράσεις είναι πολλές αλλά η πραγματικότητα είναι σκληρή και δεν επιδέχεται λαϊκισμούς. Όσες ΔΕΚΟ είναι ζημιογόνες πρέπει να φύγουν από τον έλεγχο του δημοσίου, μιας και δεν υπάρχει διάθεση από την πολιτεία για εξυγίανσή τους. Τα προνόμια πολλών εργαζομένων στις ΔΕΚΟ είναι εξωφρενικά και προκλητικά τη στιγμή που ζητούνται συνεχώς θυσίες από τους συνταξιούχους, από τους ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και από τους χαμηλόμισθους δημοσίους υπαλλήλους. Πολλοί εργαζόμενοι – συνδικαλιστές φοβούμενοι ότι αυτά τα εξωφρενικά τους προνόμια θα χαθούν, είναι έτοιμοι για μάχη με την κυβέρνηση.
Είναι γεγονός ότι στο δημόσιο τομέα, υπάρχουν πολλές υπηρεσίες με πλεονάζον προσωπικό και άλλες που εμφανέστατα υπολειτουργούν. Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα είναι οι μετατάξεις προσωπικού. Αφού ολοκληρωθούν αυτές πρέπει η κυβέρνηση να ελέγξει κατά πόσο όλες οι θέσεις είναι οργανικές. Στην περίπτωση που μια θέση κριθεί μη οργανική, μπορεί να καταργηθεί και σύμφωνα με το Σύνταγμα μπορεί να επιφέρει την απόλυση του υπαλλήλου, γεγονός το οποίο ουδέποτε έχει συμβεί ως σήμερα. Η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων είναι ένα ζήτημα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και κυρίως για τα κόμματα. Σίγουρα δεν είναι και το πλέον ευχάριστο να απειλείται η θέση ενός δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος έχει προγραμματίσει τη ζωή του και τις υποχρεώσεις του βασιζόμενος στη σιγουριά που απολαμβάνει. Δεν είναι όμως εξίσου δυσάρεστο το γεγονός ότι καθημερινά δεκάδες ιδιωτικοί υπάλληλοι χάνουν τη δουλειά τους; Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν απολαμβάνουν καμιά μονιμότητα. Όπλο τους είναι η σκληρή εργασία και διαρκώς αξιολογούνται. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο μισθός των περισσοτέρων ιδιωτικών υπαλλήλων είναι σαφώς κατώτερος του μέσου δημοσίου, ενώ το ωράριο μεγαλύτερο. Σαφώς και δεν επιχειρείται διαχωρισμός των εργαζομένων, όμως τη στιγμή που γίνεται έντονος διάλογος για τους δημοσίους υπαλλήλους, πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθούν οι αρμόδιοι σοβαρά και με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Έχουν ψυχή κι αυτοί.
Ένα άλλο θέμα είναι οι συμβασιούχοι οι οποίοι πλημμύρισαν το δημόσιο τομέα, αφενός για να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με μικρό οικονομικό κόστος, αφετέρου για να συνεχίσουν οι πολιτικοί να επενδύουν στις πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους. Πλέον, οι συμβάσεις αυτές λήγουν και η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να συνεχίσει τη διαιώνιση αυτής της κατάστασης. Εδώ όμως ανακύπτει ένα απλό ερώτημα: εάν οι συμβασιούχοι που πράγματι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες φύγουν, τότε τι θα γίνει με τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες στη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούν να κάνουν καμία πρόσληψη; Το πιθανότερο είναι να κατεβάσουν ρολά και ο μόνος ζημιωμένος θα είναι ο Έλληνας πολίτης, ο οποίος δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί και θα εξαναγκάζεται σε πολλές περιπτώσεις να καταφεύγει σε ιδιώτες έναντι μεγάλου οικονομικού κόστους.
Ακόμα, σημαντικότατο είναι το ζήτημα με τις ΔΕΚΟ. Η κυβέρνηση όπως εξήγγειλε, σκοπεύει να αποκρατικοποιήσει πολλές δημόσιες επιχειρήσεις. Οι αντιδράσεις είναι πολλές αλλά η πραγματικότητα είναι σκληρή και δεν επιδέχεται λαϊκισμούς. Όσες ΔΕΚΟ είναι ζημιογόνες πρέπει να φύγουν από τον έλεγχο του δημοσίου, μιας και δεν υπάρχει διάθεση από την πολιτεία για εξυγίανσή τους. Τα προνόμια πολλών εργαζομένων στις ΔΕΚΟ είναι εξωφρενικά και προκλητικά τη στιγμή που ζητούνται συνεχώς θυσίες από τους συνταξιούχους, από τους ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και από τους χαμηλόμισθους δημοσίους υπαλλήλους. Πολλοί εργαζόμενοι – συνδικαλιστές φοβούμενοι ότι αυτά τα εξωφρενικά τους προνόμια θα χαθούν, είναι έτοιμοι για μάχη με την κυβέρνηση.
Είναι γεγονός ότι στο δημόσιο τομέα, υπάρχουν πολλές υπηρεσίες με πλεονάζον προσωπικό και άλλες που εμφανέστατα υπολειτουργούν. Αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα είναι οι μετατάξεις προσωπικού. Αφού ολοκληρωθούν αυτές πρέπει η κυβέρνηση να ελέγξει κατά πόσο όλες οι θέσεις είναι οργανικές. Στην περίπτωση που μια θέση κριθεί μη οργανική, μπορεί να καταργηθεί και σύμφωνα με το Σύνταγμα μπορεί να επιφέρει την απόλυση του υπαλλήλου, γεγονός το οποίο ουδέποτε έχει συμβεί ως σήμερα. Η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων είναι ένα ζήτημα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και κυρίως για τα κόμματα. Σίγουρα δεν είναι και το πλέον ευχάριστο να απειλείται η θέση ενός δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος έχει προγραμματίσει τη ζωή του και τις υποχρεώσεις του βασιζόμενος στη σιγουριά που απολαμβάνει. Δεν είναι όμως εξίσου δυσάρεστο το γεγονός ότι καθημερινά δεκάδες ιδιωτικοί υπάλληλοι χάνουν τη δουλειά τους; Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν απολαμβάνουν καμιά μονιμότητα. Όπλο τους είναι η σκληρή εργασία και διαρκώς αξιολογούνται. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο μισθός των περισσοτέρων ιδιωτικών υπαλλήλων είναι σαφώς κατώτερος του μέσου δημοσίου, ενώ το ωράριο μεγαλύτερο. Σαφώς και δεν επιχειρείται διαχωρισμός των εργαζομένων, όμως τη στιγμή που γίνεται έντονος διάλογος για τους δημοσίους υπαλλήλους, πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθούν οι αρμόδιοι σοβαρά και με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Έχουν ψυχή κι αυτοί.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ;
Ο Κασσελάκης λοιπόν επιβεβαίωσε τα προγνωστικά του πρώτου γύρου και είναι από χθες ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Έχουν ειπωθεί πολλά τα οποί...
-
Λίγο πριν τις εκλογές, και ενώ η πόλωση και η αντιπαράθεση μεγαλώνουν, πολλοί πολίτες εμφανίζονται, και είναι πραγματικά, αναποφάσισ...
-
Τα Χριστούγεννα ανέκαθεν ήταν η αγαπημένη μου εποχή (μαζί με το καλοκαιράκι βεβαίως). Σαν παιδί λάτρευα τούτες τις όμορφες μέρες αλλά δ...